
Δεν πρόκειται άλλος λαός να προσεγγίσει την ποίηση του Ομήρου. Ό,τι θέλεις να βρεις για να παρηγορηθείς, να δυναμώσεις, να στοχαστείς θα το βρεις στον Όμηρο. Τον ποιητή «πηγή, δεξαμενή, προζύμη κάθε ελληνικού στον κόσμο», όπως λέει ο Φ. Βαρέλης. Πιστεύω αρκούσαν τα δύο έπη για να καλυφθούν όλες οι φιλοσοφικές γνώσεις και οι αγωνίες τού ανθρώπου.
Η σκηνή είναι παρμένη από την ραψωδία Ρ της Ιλιάδας και είναι αυτή: Ο Πάτροκλος έχει σκοτωθεί από τον Έκτορα. Για το πτώμα του, που θέλουν να το αρπάξουν οι Τρώες και να κρεμάσουν τρόπαιο το κεφάλι του στο τείχος, γίνεται ομηρική μάχη, όπου πρωταγωνιστεί ο Αίας. Και βήμα - βήμα με ιδρώτα και αίμα και αφού μπαίνει μπροστά ο Αίας, έρκος (φράχτης) των Αχαιών, τελικά οι Αχαιοί το διέσωσαν και το μετέφεραν στη σκηνή του Αχιλλέα. Εκεί και ενώ οι στρατηγοί κλαίνε μέσα τον Πάτροκλο, έξω άλλη φοβερή σκηνή εκτυλίσσεται. Τα άλογα του Αχιλλέα, που προ ολίγου μόλις ωδηγούσαν το άρμα νικηφόρα στη μάχη, στέκουν συλλογισμένα. Έχουν σκύψει κάτω τα κεφάλια τους και θερμά δάκρυα τρέχουν από τα μάτια τους. Και τότε είναι που γίνεται το απίστευτο. «Ο ποιητής που δείχνει σαν αστέρι μέσα στο σκοτάδι τη μοίρα των ανθρώπων όλης της γης», όπως λέει πάλι ο Φ. Βαρέλης, παρουσιάζει τον Δία τον «ἄρχοντα θεῶν τ’ ἀνδρῶν τε», βλέποντας τα άλογα να κλαίνε, να συμπονεί τόσο πολύ τον άνθρωπο που είπε:
Οὐ γάρ τί ἐστὶν οϊζυρώτερον ἀνδρός
πάντων ὅσσα τε γαίαν ἐπὶ πνείει τε καὶ ἕρπει (Ιλιάδα Ρ 445-6)
Δηλαδή από όλα όσα αναπνέουν και σέρνονται πάνω στη Γη, δεν υπάρχει πιο δυστυχισμένο απ’ τον άνθρωπο. Κανένα πλάσμα πιο θλιβερό. Και αυτά τα λέει ο Δίας, η Δύναμη, η μεγαλύτερη αξία της ζωής. Οι θεοί των αρχαίων Ελλήνων ήσαν έννοιες, ιδέες, δυνάμεις και προ παντός αξίες ζωής. Ιδεατές αξίες ζωής. Και η θρησκεία τους – ας την πούμε θρησκεία – ήταν θρησκεία του κάλλους, της ωραιότητος. Είναι να την αντικρύζεις και να λες: Δώσε μου Θεέ μου μάτια να τη βλέπω και νου να στοχάζομαι.
Αυτός, ο Δίας, κυβερνάει τα πάντα χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Και στον Όμηρο, όπου μιλούν οι θεοί, ο λόγος αποκτά μεγαλύτερη επισημότητα. Φανταστείτε πόσο βαρύς, σοβαρός και επίσημος ο λόγος που λέγεται από τον ίδιο τον Δία, τον θεό των θεών. Όσο για τα άλογα, ο Ξάνθος και ο Βαλλίος, είναι τα αθάνατα άλογα που είχαν πάει δώρο οι θεοί στον γάμο του Πηλέα με την Θέτιδα και γεννήθηκε ο Αχιλλέας, και νά τα τώρα στην Τροία.
Βλέποντας λοιπόν ο Δίας τα άλογα να κλαίνε, μετάνιωσε που τα έδωσαν στους ανθρώπους να τυραννιώνται μαζί με αυτούς τούς θνητούς, «δυστήνοισιν μετ’ ἀνδρᾶσιν», αθάνατα αυτά θνητοί οι άνθρωποι, και είπε ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο δυστυχισμένο απ’ τον άνθρωπο. Και γενικά η σκηνή αυτή έχει πάρα πολλές όψεις και δίνει άπειρες εικόνες. Είναι κι αυτές οι μικρές λεξούλες (αχ αυτές οι λεξούλες στον Όμηρο) οὐ, γάρ, πού, τί, ἐστίν, που κυριολεκτικά σκοτώνουν. Και όλες μαζί σημαίνουν βέβαια.
Ας προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τη φράση του Ομήρου, τους δύο στίχους. Να την διαλύσουμε εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη. Και η πρώτη σκέψη που έρχεται: Άραγε συνειδητά είπε αυτά τα λόγια ο μεγάλος Ποιητής, τυχαία, του ξέφυγαν, δεν μπορείς να πεις. Σαστίζεις. Από τη μία εδώ έχουμε τον Θεό που δεν φοβάται τον θάνατο – ο άνθρωπος, το ανθρώπινο μυαλό έφτιαξε τον Θεόν αθάνατον – και από την άλλη τα ζώα που δεν ξέρουν, δεν γνωρίζουν το θάνατο. Και ό,τι δεν γνωρίζεις δεν υπάρχει, και αφού δεν υπάρχει και να το χάσεις δεν το χάνεις ποτέ. Επομένως και τα ζώα είναι αθάνατα. Και είναι αθάνατα όλα τα ζώα κι αυτά μιλούν για τον άνθρωπο που είναι ο μόνος που ξέρει ότι θα πεθάνει (πεθαίνει). Ο Χριστός είπε πολλά. Δεν αναφέρθηκε όμως ποτέ στα ζώα. Θέλω να πω να τονίσει την τραγωδία τού ανθρώπου σε σύγκριση με τα ζώα. Και στον Όμηρο τα ζώα μιλάνε για την τραγωδία του ανθρώπου και αυτό ο ποιητής το λέει παραπάνω. Ο άνθρωπος έχει συνείδηση του θανάτου του και είναι το μόνο πάνω στη γη από όσα αναπνέουν και έρπουν. Και τί ρήμα πήγε και βρήκε, το έρπω. Και γνωρίζει ο άνθρωπος ότι πεθαίνοντας πεθαίνει οριστικά, εξαφανίζεται οριστικά. Πάει στο «μεγάλο τίποτα», όπως λέει ο Καβάφης, και αυτή η γνώση είναι που καθιστά τον άνθρωπο το πιο δυστυχισμένο πλάσμα της γης.
Και ακριβώς γιατί υπάρχει η γνώση του θανάτου, ο άνθρωπος δημιούργησε όλα όσα δημιούργησε. Από το «καλημέρα», «καλησπέρα», ως τον Θεό, που τούτον το μυαλό του τον έφτιαξε αθάνατον.
Αλήθεια σκεφτήκαμε, αναρωτηθήκαμε σοβαρά, γιατί ο άνθρωπος τα φτιάχνει όλα όσα φτιάχνει; Τί δεν έπλασε! Ήρωες, μάρτυρες, αγίους, τραγωδίες, λόγους, χορούς, γλέντια, ποιήματα, εργαλεία, παλληκαριές, κατορθώματα – τα ρίχνω όπως έρχονται – αρχές και αξίες και ιδανικά και αρετές. Μπήκε καβάλα ως και στις εκκλησιές για να προσκυνήσει, να σκοτώσει ή να αρπάξει. Έκανε κάστρα, παλάτια, πυραμίδες, μαυσωλεία, μέγαρα, όρθωσε ναούς, θέατρα, εκκλησιές με παπάδες, ιερείς και ιέρειες, ιμάμηδες, νομοθέτες… γιατί όλα αυτά; Για να πολεμήσει την τραγωδία του, την αδυναμία του, την ανυπαρξία του. Με μια λέξη για να πολεμήσει και να αφανίσει τον θάνατο. Γιατί άλλο; Αν ήξερε ότι δεν πεθαίνει ποτέ ή δεν ήξερε ότι πεθαίνει, γιατί να δημιουργήσει οτιδήποτε; Σκεφθείτε το.
Έκανε, τί δεν έκανε. Στρατούς, όπλα, βόμβες έξυπνες να σκοτώσει τους άλλους πριν προλάβουν εκείνοι και να μείνει αυτός, παρατάξεις στρατιωτικές, σχέδια. Επιστήμες και όργανα ακριβείας για να πολεμήσει τις αρρώστιες. Συστήματα, ιδεολογίες, εξερευνήσεις. Βρήκε κι άλλες ηπείρους και πλανήτες στο χάος κι ακόμα ψάχνει. Έκανε αρχηγούς, καπεταναίους, φυλάρχους, βασιλιάδες, πρωθυπουργούς, υπουργούς, προέδρους, άρχοντες, δόγηδες, κόμητες, πάπες και καρδινάλιους, σουλτάνους, πασάδες, στρατηγούς φορώντας τους χίλιων λογιών μπιχλιμπίδια που τα είπε παράσημα και διακριτικά… Μέχρι και θεούς έφτιαξε δήθεν αθάνατους, δήθεν φιλεύσπλαχνους, δήθεν φιλάνθρωπους, δίκαιους τάχα και παντοδύναμους. Και όλα αυτά κι άλλα ακόμα όσα ο καθένας σκεφτεί και αραδιάσει καλά ή κακά για να μπορέσει να νικήσει την αδυναμία του, την τραγωδία του, τη μοίρα του, τη δυστυχία του, τον θάνατο. Γιατί άλλο;
Έφτασε στο σημείο να επινοήσει μετά θάνατον ζωή, αθανασία, παραδείσους, μετεμψυχώσεις, Κάτω Κόσμους και έκανε ως και επισκέψεις σ’ αυτούς (Ορφέας, Οδυσσέας, Χριστός, Δάντης). Φαντάστηκε αθανασίες, έψαξε για αθάνατο νερό! Γιατί τα έκανε και τα κάνει; Για να πολεμήσει την τραγωδία του, τον θάνατο, του οποίου είναι το μόνο ον πάνω στη γη που έχει συνείδηση ότι κάποια στιγμή θα χαθεί. Με μια λέξη για να αφανίσει το θάνατο, που βεβαίως δεν το κατορθώνει ποτέ, αλλά συνεχίζει σαν το Σίσυφο. Είναι λοιπόν ή δεν είναι το δυστυχέστερο από όλα τα πλάσματα πάνω στη γη; Το οϊζυρώτερον;
Ούτε ο Θεός που φτιάξαμε εμείς οι άνθρωποι πεθαίνει. Και μόνον ο άμοιρος ο άνθρωπος είναι δυστυχής (οϊζύς, οϊζυρός), γιατί ξέρει ότι θα πεθάνει. Και εδώ είναι η καρδιά της τραγωδίας. Η τραγωδία ολόκληρη και ως σκηνική παράσταση, αλλά και η τραγωδία τού ανθρώπου επί της ουσίας, είναι αυτό το κομμάτι το πιο τραγικό. Οι δύο στίχοι όπου ο Ποιητής μιλάει σαν Θεός και μάλιστα ο πρώτος Θεός. Και φανταστείτε τί κότσια πρέπει να έχει ένας άνθρωπος για να μιλήσει σαν θεός, αφού κι ο ποιητής άνθρωπος είναι. Και από την ανθρώπινη δυστυχία δεν εξαιρεί κανέναν.