
Αλλού, θα μας πει ο Όμηρος πάντα, δύο πιθάρια έχει στο δώμα του ο Δίας. Στο ένα βάζει τα καλά και στο άλλο τα κακά, και τα μοιράζει στους ανθρώπους. Και σε άλλους τα δίδει ανακατωμένα, καλά και κακά μαζί, και τότε αυτοί άλλοτε συναντούν τη χαρά και άλλοτε τη λύπη. Σε άλλους όμως δίδει μόνο κακά, οπότε αυτούς τους βρίσκει μαύρη συμφορά. Πάντως μόνο καλά δεν δίνει σε κανέναν, πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπάρχει άνθρωπος δίχως δυστυχίες. Η ρημάδα η ζωή έχει και ωραία, ευχάριστα, αλλά έχει και λύπες δυνατές. Ο κάθε άνθρωπος είναι μια τραγωδία και σε κάθε σπίτι παίζεται κι από μία. Διαφέρει η πλοκή. Στο δικό μου είναι σήμερα περιπλεγμένη, ενώ στο δικό σας ήταν χθες ή θα είναι αύριο. Η τραγωδία πάντως δεδομένη κι αυτό είναι το μόνο σίγουρο.
Αλλού πάλι ο ποιητής θα μας πει ότι «Ζεὺς δ’ αὐτὸς νέμει ὄλβον Ὀλύμπιος ἀνθρώποισιν / ἐσθλοῖς ἠδὲ κακοῖσιν ὅπως ἐθέλησιν ἑκάστῳ» (ο ίδιος ο Ολύμπιος Ζευς μοιράζει τον όλβον στους ανθρώπους. Και στους καλούς και στους κακούς, όπως θέλει στον καθένα). Τον όλβον νέμει δηλαδή τον πλούτο, την αφθονία, τα αγαθά του κόσμου τούτου. Πράγμα που σημαίνει ότι κι εκείνος που έχει αγαθά μπορεί να είναι δυστυχισμένος (οϊζυρός). Όπου πιάσεις τον Όμηρο θα πνιγείς μέσα στα νοήματα! Μεγαλοπρεπείς στίχοι στην τραγικότητά τους που θέλουν ευαισθησία για την κατανόησή τους. Αλλά μήπως μας σταμάτησαν σ’ αυτά τα δυνατά νοήματα οι δάσκαλοί μας; Να ξεφύγουν από τα τετριμμένα. Να πιάσουν τις βόμβες και να τις απασφαλίσουν. Έχετε δει πυροτεχνουργό τη στιγμή που πιάνει τη βόμβα για να την απασφαλίσει, να δείτε την αγωνία του; Να πάρουν και να δώσουν οι δάσκαλοι μαθήματα για τη ζωή κάνοντας την ψυχή του μαθητή να σπαρταρήσει!
Δεν έπρεπε λοιπόν, λέει ο Δίας πάντα, άλογά μου, να σας δώσουμε στους ανθρώπους. Εσάς που είστε αγέραστα και αθάνατα (ἀγήρῳ τ’ ἀθανάτῳ τε). Τί όμορφο το ἀγήρῳ τ’ ἀθανάτῳ τε! Μαγικές λέξεις, μαγικά πράγματα, βαθειά φιλοσοφικά που διαβάζοντάς τα λες: Αφού τα άλογα είναι αθάνατα αυτό το αγέραστα τί το ήθελε ο Ποιητής;
Και όμως είναι απαραίτητο. Μάλιστα δε το αγέραστα (ἀγήρῳ) το βάζει πρώτο. Γιατί φανταστείτε έναν άνθρωπο να ζει χίλια (1000) χρόνια και τα 900 να είναι γέρος. Ο θάνατος καθ’ εαυτός δεν είναι κακός. Είναι επακόλουθο των γηρατειών και αυτά είναι το κακό δηλαδή ο θάνατος εν σχέσει με τα γηρατειά. Και εδώ είναι που ο Ποιητής πιάνει την αλήθεια. Εδώ η δύναμη. Στη λέξη ἀγήρῳ = που δεν γερνάτε. Διότι μεγαλύτερη τραγωδία και από τον θάνατο είναι τα γηρατειά. Και η τραγωδία παρατείνεται σιγά σιγά σιγά όσο παρατείνονται τα γηρατειά.
Ο θάνατος από μόνος του δεν είναι κακός. Γίνεται όμως γιατί προηγούνται τα γηρατειά και αυτά οδηγούν στο θάνατο, αυτή είναι η τραγωδία. Ο θάνατος από μόνος του μπορεί να είναι και καλός. Να είναι συστατικό στοιχείο του να είναι κάποιος ευτυχής (μακάριος). Και πάνω σ’ αυτό ας θυμηθούμε τον Σόλωνα, που λέει αυτά που λέει για τον Τέλλο τον Αθηναίο, τα παιδιά τον Κλέοβι και τον Βίτωνα. «Γηράσκω δυσανοστάτως» λέει ο Ευριπίδης στις Ικέτιδες (967). Και δύστηνος είναι ο ελεεινός, ο δυστυχής, ο άθλιος.
Γεννιόμαστε και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα μόνοι μας. Εντελώς αδύνατοι να φάμε, να περπατήσουμε, να εξυπηρετηθούμε. Έχουμε την ανάγκη άλλων. Μεγαλώνουμε, ζούμε τις τρέλες της νεότητος και η ζωή κυλά ανάμεσα σε φίλους, εχθρούς, ανταγωνισμούς και ανταγωνιστές, συγκρούσεις, άγχη, κινδύνους θανάσιμους. Και στο τέλος η φθορά, τα γηρατειά, το κενό, η αναπόδραστη μοίρα.
Επαναλαμβάνω, μαγικά πράγματα αν όλ’ αυτά τα δει κανείς σοβαρά. Αλλά μας αφήνει η ζωή, οι μέριμνες να δούμε την ομορφιά τους που κρύβεται στον πόνο, και την αλήθεια που περιέχουν για να γίνουμε και καλλίτεροι άνθρωποι; Διότι εδώ είναι η μαγκιά. Να μπορείς μέσα στις αντιξοότητες να βρίσκεις τα όμορφα.
Και μην πει κανείς ότι δεν είναι τάχα ο άνθρωπος το πιο δυστυχισμένο πλάσμα πάνω στη Γη. Αντιτείνει δηλαδή στον μεγάλο Ποιητή. Και είναι το πιο δυστυχισμένο διότι, όπως προείπαμε, είναι το μόνο που ξέρει ότι θα πεθάνει και όλα όσα κάνει είναι για να πολεμήσει το θάνατο, τον οποίον όμως τελικά δεν τον νικάει ποτέ, ενώ τα ζώα δεν τα απασχολούν τέτοια προβλήματα. Βλέπεις, για παράδειγμα, το πουλάκι, ένα τόσο δα πλασματάκι ολομόναχο και όλα γύρω του εχθρικά. Δεν υπάρχει γι’ αυτό «γιατί» και «επειδή» και «εφόσον». Εμείς όμως κάναμε, τί δεν κάναμε και δημιουργήσαμε δυστυχία. Αν δεν τα γνωρίζαμε θα ζούσαμε κι εμείς απλά. Μια σταλιά το πουλάκι και πάει, και πού δεν πάει. Ξεκινάει από τον Βόρειο Πόλο ή τη Νότιο Αφρική, θάλασσες περνάει, κινδύνους ένα σωρό και δεν το απασχολούν. Ούτε η μάννα του το συμβούλεψε, ούτε δασκάλους είχε, ούτε σε σχολειά πήγε, ούτε βιβλία διάβασε. Το μόνο όπλο του η φύση. Και παλεύει, παλεύει, παλεύει γιατί δεν υπάρχει «γιατί». Γιατί δεν υπάρχει συνείδηση.
Και ούτε χρειάζονται περαιτέρω αποδείξεις ότι ο άνθρωπος είναι το πιο δυστυχισμένο πλάσμα πάνω στη γη, αφού το αποδεικνύει η ίδια η ανθρώπινη ζωή στο διάβα της Ιστορίας της. Γενικά ο κάθε άνθρωπος είναι μια τραγωδία. Και δεν γίνεται να διαβάσει, να δει κανείς την ανθρώπινη Ιστορία στις λεπτομέρειές της και να μην ανατριχιάσει. Απ’ όπου θέλεις έρχονται τα κακά, τα ξαφνικά, οι κεραυνοί εν αιθρία και οι αρρώστιες θερίζουν σωρηδόν. Και πόσες για το κάθε όργανο. Για τα μάτια μόνο αναφέρονται πάνω από 100 για να ακολουθήσουν τα άλλα όργανα με περισσότερες ή λιγότερες. Χώρια οι ψυχικές. Και κάθε μέρα προστίθενται νέες. Και να οι επιστήμες και οι επιστήμονες και οι ειδικότητες. Και τεχνητή νοημοσύνη και νανομηχανές φυτεμένες μέσα μας, που δήθεν μας προστατεύουν, γιατί φτιάχνουν αμέσως δήθεν αντίδοτα. Και γενετική μηχανική, χειραγώγηση του DNA… Και ο άνθρωπος θα καταστεί – κατέστη ήδη – ένας αριθμός. Έρμαιο στον ωκεανό του απανθρωπισμού του, στην απόλυτη μοναξιά και απομόνωση. Αγωνίες, τρόμος, απειλές που τον παραλύουν και τον καθιστούν πραγματικά οϊζυρόν. Και αν σ’ όλ’ αυτά βάλουμε την ασυνεννοησία που κυριαρχεί παντού, το συγκρουσιακό πλαίσιο, τις ιδιοτελείς προτιμήσεις κλπ κλπ κλπ, τα πράγματα γίνονται όχι απλώς σύνθετα αλλά όντως τραγικά.
Και οι επιστήμες, που είπαμε και δήθεν τα ξεδιαλύνουν, τα κάνουν πολύπλοκα και ό,τι εμφανίζεται συχνά ως επιστημονικό συμπέρασμα δεν είναι τίποτα άλλο από συσκότιση για εξυπηρέτηση ιδιοτελών και σκοτεινών σκοπών που καθιστούν τα πράγματα τραγικότερα. Ό,τι βρήκε ο άνθρωπος για να καλλιτερέψει τη ζωή του, το βρίσκει μπροστά του ως τραγικό γεγονός. Σκληρό, βάναυσο το σενάριο της ζωής. Τα βάσανα, οι πόνοι, οι ανέχειες, οι αδικίες δεν έχουν τελειωμό. Ένα τραγικό μηδενικό ο άνθρωπος, και με όσα λέμε και γράφουμε δεν βγαίνει τίποτα. Είναι όλα μάταια. Το γράψιμο πιθανόν να είναι μια εκτόνωση μόνο. Και η δυστυχία ξεκινάει από τη γνώση. Και στο ερώτημα αν υπάρχει πιθανότητα να αλλάξει, να περισταλεί αυτή η κατάσταση η απάντηση είναι μάλλον όχι. Σίγουρα όχι. Ύστερα είμαστε οι άνθρωποι και τέρατα και μερικοί τόσο ανώμαλοι που ξεφεύγουν από τα όρια, και η κακία του κόσμου δεν αντέχεται.
Οϊζυρώτερον ἀνδρός λοιπόν. Το δέχεσαι δεν το δέχεσαι δεν έχει καμμία απολύτως σημασία και τελικά αποφασίζουν η μοίρα και ο Θεός. «Θεός τε μέγας και μοῖρα κραταιή», λέει αλλού ο Όμηρος πάντα. Είναι τόσο απλά τα πράγματα και ταυτόχρονα έχουν τη μεγαλοπρέπειά τους. Τί κάνουμε λοιπόν; «Τὰς μεταβολὰς τῆς τύχης γενναίως ἐπίστασθω», λέει ο Ισοκράτης στον Δημόνικο. Και λέξεις πολύ προσεγμένες. Τὰς μεταβολὰς τῆς τύχης. Όπως ο άνεμος είναι μία βοριάς και μετά γυρίζει νοτιάς και τη δέχεσαι αυτή τη μεταβολή, έτσι και τις μεταβολές της τύχης.
Και προσπαθώ να σκέφτομαι τον Όμηρο, τους αρχαίους, τα ρητά, τα δίστιχα, το δημοτικό μας τραγούδι, γενικά την παράδοση και πορεύομαι, παρηγοριέμαι, τα βγάζω πέρα ως τώρα.
Σημειώσεις:
Ι. Όπου πιάσεις τον Όμηρο θα πνιγείς μέσα στα νοήματα. Ο στίχος όμως που προσπαθήσαμε να προσεγγίσουμε είναι ωκεανός και προκαλεί δέος. Γι’ αυτόν ο κάθε άνθρωπος θα μπορούσε να μιλάει όλη του τη ζωή και να μην τελειώνει. Είναι το μεγαλείο της ποίησης του Ομήρου.
ΙΙ. Έχει και ο Καβάφης ένα σπουδαίο ποίημα με τίτλο «Τα άλογα του Αχιλλέως». Βρείτε το και απολαύστε το.