
Μου το μετέφερε ο καλλίτερος φίλος, που του έκανε εντύπωση όπως και σ’ εμένα, και το λέω και σε σας. Σταμάτησε σε ένα μικρό μπαράκι από τα πολλά που υπάρχουν στα τουριστικά λεγόμενα μέρη, χωμένο σε πολυσύχναστη συνοικία και το χάζευε, έτσι περιποιημένο και ομορφοστολισμένο που το είδε, και στην πινακίδα του έγραφε: «Ας φτιάξουμε μαζί αναμνήσεις». Στα αγγλικά ήταν γραμμένο, που ο φίλος γνωρίζει άριστα και είναι πολύ όμορφο στα αγγλικά, και του άρεσε τόσο, όπως και σ’ εμένα σαν το άκουσα.
«Ας φτιάξουμε λοιπόν μαζί αναμνήσεις». Πώς το σκέφτηκε, αλήθεια, εκείνος που το σκέφτηκε και το κάρφωσε επωνυμία στο μπαρ! Και αλήθεια πάλι τί μας μένει στη ζωή; Μια ανάμνηση με μια κοπέλα, ένα φίλο, με κάποιο πρόσωπο τέλος πάντων, που θα μπεις και θα καθίσεις μαζί του να πιείτε ένα ποτό και να πείτε τα δικά σας. Ή και μόνος, γιατί όχι. Και γενικά στη ζωή μας μένει μια ανάμνηση, με τη μάννα μας, τον πατέρα μας, τον οποιονδήποτε φίλο ή γνωστό. Έλα να καθίσεις, καλεί η πινακίδα, να δημιουργήσουμε αναμνήσεις.
Αντί να βάλει κάποιο όνομα, κάτι εντυπωσιακό, έβαλε αυτή τη φράση που είναι αφαντάστως εντυπωσιακότερη, ελκυστικότερη, πρωτότυπη και προ παντός αληθινή. Γι’ αυτό είναι τόσο ωραία. Γιατί τί άλλο είναι τελικά η ζωή από αναμνήσεις; Και όταν περάσει και φθάσουμε στα γηρατειά εκεί πια ζούμε μ’ αυτές. Τα βήματα μπροστά είναι λιγοστά και βαριά. Δεν μπορούμε να σχεδιάσουμε, να προγραμματίσουμε σε κάποιο βάθος χρόνου, να προσδοκούμε. Έτσι γυρίζουμε και βλέπουμε πίσω εκείνα που ζήσαμε. Ζούμε με το παρελθόν αφού μέλλον δεν υπάρχει. Για την ακρίβεια το παρελθόν μας ζει γιατί μας τρομάζει το μέλλον. Και όλοι εμείς οι γέροντες με το παρελθόν ζούμε και κάπου κάπου αφήνουμε ένα βουβό δάκρυ ανάμνησης.
Τώρα λοιπόν που μπορείς, φίλε, που είσαι ακόμα νέος, φέρε μια κοπέλα στο μπαρ να πιείτε ένα ποτό, ώστε μετά από χρόνια που όλα θα είναι μόνον ανάμνηση νά ’χεις να θυμάσαι και να σε ζει. Και σένα και κείνην. Αλήθεια, τί θαύμα και τούτο να θυμόμαστε ! Και πώς έτυχε – αίνιγμα σκοτεινό θα μείνει – να συναντηθούμε με μερικούς ανθρώπους στη ζωή μας.
Δεν ξέρω τί λέτε εσείς, αλλά εγώ το βρήκα έξυπνο και προ παντός όμορφο για κατάστημα κι αν υπήρχε στην πόλη μας θα το προτιμούσα μόνο γι’ αυτό. Και ευτυχώς που υπάρχουν και μερικές μικρολεπτομέρειες που μας κάνουν να ξεχνιόμαστε. Άλλωστε πώς το έλεγε ο αρχαίος; «Πρὸς τὸ τελευταῖον ἐκβὰν ἕκαστον τῶν πρὶν ὑπαρξάντων κρίνεται». Μπορεί να μην είναι τόσο πετυχημένη η παρεμβολή εδώ της αρχαίας φράσης, αλλά εμένα μ’ αρέσει και γι’ αυτό την επικαλέστηκα. Γιατί λέει πως όλα θα κριθούν προς το τελευταίον εκβάν. Δεν πα να έκανες ό,τι έκανες; Όλα θα ζυγιστούν τώρα που έφτασες στο τέλος και από το τέλος. Αυτός κριτής. Και το τέλος έχει μέσα του, πλην των άλλων και το τέλειο.
Μεγάλες κουβέντες! Μαχαιριές στην καρδιά! Είναι και η πανέμορφη Ελληνική γλώσσα και το νόημα που οι αρχαίες φράσεις περιέχουν, όλα μαζί που τις εκτοξεύουν. Πρὸς τὸ τελευταῖον ἐκβάν. Τα γηρατειά είναι τελικά το δικαστήριο. Το ότι τολμήσαμε να έρθουμε εδώ πέρα χωρίς καν να ερωτηθούμε, να τα βάλουμε με τη ζωή, όλα θα κριθούν τώρα που γεράσαμε. Στο κομμάτι πριν τη μεγάλη και τελευταία στροφή.
Έρημε κόσμε κι άχαρε και ποιος θα σε κερδέσει;
Η θάλασσα και τα βουνά που σ’ έχουνε στη μέση
λέει το υπέροχο δίστιχο, ανάλογο με το «κόσμε και ποιός σε χάρηκε και ποιός θα σε κερδίσει, ψεύτη κόσμε».
Προσπαθούμε να κερδίσουμε, να κάνουμε, να δείξουμε, να αποκτήσουμε λεφτά, περιουσίες, επιχειρήσεις και έρχεται η ώρα που όλα γίνονται κουραστικά, μάταια, ξένα προς το εαυτό μας όλα, και παραδείγματα άπειρα με πιο χτυπητό και παραστατικό την ίδια τη ζωή. Και να ευχόμαστε να μην ταπεινωθούμε τουλάχιστον στα τελευταία. Να μην πέσουμε σε ξένα χέρια, όμως ποτέ κανείς δεν ξέρει. Και εδώ άπειρα παραδείγματα που έχουμε όλοι, μάλιστα πολύ κοντά μας. Και στη υπηρεσιακή αλλά και την προσωπική ζωή την έζησα αυτήν την κατάσταση. Είδα την αξιοπρέπεια που χανόταν. Ανθρώπους που «δεν σήκωναν μύγα στο σπαθί τους», περήφανους, προσεκτικούς, ευγενικούς και υπέροχους, συμπλέγματα αρετών, πραγματικούς άρχοντες που στα τελευταία… Αλήθεια πώς μας εξευτελίζει η ζωή! Αλλά και να μην μας εξευτελίσει τα γηρατειά είναι δύσκολα από μόνα τους.
Ας τα ντύσουμε λοιπόν με τις αναμνήσεις που φτιάξαμε όταν είμαστε νέοι. Και οι νέοι ας φροντίζουν από τώρα να τις χτίζουν ωραίες, ώστε στα γηρατειά που οι φεγγίτες της καρδιάς, οι αναμνήσεις, οι μόνοι που μένουν ανοιχτοί όταν όλα τα άλλα θα έχουν κλείσει ερμητικά, να θερμαίνουν τη ζωή τους. Να αναβαφτίζονται στο παρελθόν όταν κι αυτοί θα ρίξουν άγκυρα, που παρηγορεί και ετοιμάζει για το ανεπίστροφο ταξείδι.