Οι επιστήμονες παρακολουθούν με αυξανόμενη ανησυχία την Ανωμαλία του Νότιου Ατλαντικού (South Atlantic Anomaly – SAA), ένα «αδύναμο σημείο» στο μαγνητικό πεδίο της Γης, το οποίο επεκτείνεται και μετακινείται δυτικά με ρυθμούς που προκαλούν ανησυχία. Η περιοχή αυτή έχει σχεδόν διπλασιάσει την έκτασή της από το 2014, ενώ μετατοπίζεται κατά περίπου 22,5 χιλιόμετρα κάθε χρόνο, πλησιάζοντας την αφρικανική ήπειρο.
Το μαγνητικό πεδίο της Γης – που δημιουργείται από τη δυναμική ροή λιωμένου σιδήρου στον εξωτερικό πυρήνα – δρα σαν ασπίδα προστασίας ενάντια στη διαστημική ακτινοβολία και τα ηλιακά σωματίδια. Η εξασθένηση αυτής της ασπίδας στην περιοχή της SAA επιτρέπει στην ακτινοβολία να πλησιάζει πιο κοντά στη Γη, δημιουργώντας σημαντικούς κινδύνους για δορυφόρους και διαστημικές αποστολές.
Η SAA αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για τους δορυφόρους που περνούν από πάνω της. Εκεί εκτίθενται σε αυξημένα επίπεδα ακτινοβολίας, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει προσωρινές ή μόνιμες βλάβες σε ηλεκτρονικά συστήματα, αλλοίωση δεδομένων ή ακόμη και πλήρη απώλεια λειτουργίας. Αυτό επηρεάζει δορυφορικές επικοινωνίες, GPS, μετεωρολογικά δεδομένα και πλοήγηση, τόσο σε τοπικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Κρις Φίνλεϊ, ειδικό στη γεωμαγνητική από το Τεχνικό Πανεπιστήμιο της Δανίας, η μεταβολή δεν είναι ομοιόμορφη: «Η ανωμαλία αλλάζει πιο έντονα στην περιοχή της Αφρικής σε σχέση με τη Νότια Αμερική. Κάτι ιδιαίτερο συμβαίνει εκεί στον πυρήνα της Γης».
Η κύρια πηγή του μαγνητικού πεδίου προέρχεται από τον εξωτερικό πυρήνα της Γης, που αποτελείται από λιωμένα μέταλλα. Αυτά λειτουργούν σαν ένας τεράστιος γεννήτορας (γεωδυναμό), δημιουργώντας ηλεκτρικά ρεύματα που παράγουν το μαγνητικό πεδίο. Όμως, οι ροές αυτές δεν είναι σταθερές – μεταβάλλονται με τον χρόνο, προκαλώντας ταλαντώσεις και μετατοπίσεις στο πεδίο.
Η NASA εξηγεί ότι η Ανωμαλία του Νότιου Ατλαντικού προκύπτει από τον συνδυασμό της μεταβλητότητας του γεωδυναμό και της κλίσης του μαγνητικού άξονα της Γης. Ανάλογες μετακινήσεις καταγράφονται και αλλού: μαγνητικά ρεύματα κάτω από το Στενό Μπέρρινγκ μετακινούνται δυτικά, ενώ στον δυτικό Ειρηνικό και την Ινδονησία κινούνται ανατολικά.
Η μελέτη που αποκαλύπτει αυτές τις αλλαγές στηρίχθηκε σε δεδομένα 11 ετών από τον δορυφορικό αστερισμό Swarm του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διαστήματος (ESA), ο οποίος μετρά με ακρίβεια τα μαγνητικά σήματα από τον πυρήνα, τον μανδύα, τον φλοιό, τους ωκεανούς και την ατμόσφαιρα.
Παράλληλα, οι ερευνητές εντόπισαν ότι η περιοχή του ισχυρού μαγνητικού πεδίου στον βόρειο Καναδά έχει μειωθεί κατά 0,65% της συνολικής επιφάνειας της Γης, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τις τεχνολογίες που βασίζονται στη γεωμαγνητική βαθμονόμηση.
Αν και ο μέσος άνθρωπος στην επιφάνεια της Γης δεν διατρέχει άμεσο κίνδυνο, οι αλλαγές στο μαγνητικό πεδίο είναι μια ισχυρή υπενθύμιση της ευαλωτότητας των δορυφορικών και αεροπορικών υποδομών. Οι επιστήμονες τονίζουν την ανάγκη για συνεχή παρακολούθηση, καθώς αυτές οι εξελίξεις μπορούν να επηρεάσουν τον «διαστημικό καιρό» και τη ζωή μας με τρόπους λιγότερο ορατούς αλλά ουσιαστικούς.




