Σαν τα πειράματα που ένας αφοσιωμένος επιστήμονας έχει τη δυνατότητα να υλοποιήσει, όταν τον αφήνουν ήρεμο στο εργαστήριό του. Αυτό το εργαστήριό του που στεγαζόταν σε ένα σπίτι πολύβουο και απαιτητικό• γεμάτο περισπασμούς και δεν άφηνε στον νοικοκύρη τον χρόνο και την ηρεμία που του ήταν απαραίτητα για να αφοσιωθεί στη δουλειά του, να ξεχάσει και να τον ξεχάσουν. Η Τασία άρχισε να ζωγραφίζει πριν δυο χρόνια περίπου, «στο μεσοστράτι του βίου», όταν έφυγε από τη ζωή ο Τσουσόγιαννης, άντρας της από τα δεκαπέντε της.
Η ίδια ομολογεί ότι ένα μολύβι στα χέρια τής έκανε περιστασιακά παρέα «έτσι για να περάσει η ώρα». Σχεδίαζε και ήξερε ότι σχεδιάζει καλά, κυρίως από την ανταπόκριση που έβρισκαν τα σχέδιά της στα εγγονάκια της• αυτό ήταν το κοινό της.
Όταν ο χρόνος τής χαρίστηκε, την δωρεά της ελευθερίας την έκανε τελάρα και χρώματα. Θέλησε μάλιστα να διευρύνει τις γνώσεις της, να ακουμπήσει στη σοφία κάποιου δασκάλου. Πρόλαβε να παρακολουθήσει ένα και μοναδικό μάθημα, γιατί οι βιοποριστικές ανάγκες είχαν τη δική τους φωνή και δεν καταλάβαιναν από «περιγραφές, αναλύσεις, ερμηνείες, συνθέσεις και κριτικές προσεγγίσεις έργων τέχνης».
Το ένα και μοναδικό μάθημα μπορεί να ήταν και για καλό της, γιατί τον δάσκαλο εξακολούθησε να τον αναζητά στον κόσμο που αγκάλιαζε η ματιά της και μέσα της. Δοκίμασε τα λάδια, αλλά τα λάδια αργούν να στεγνώσουν και τα δικά της όνειρα απαιτούσαν άμεση αποτύπωση. Επέλεξε τα ακρυλικά που της πρόσφεραν τη δυνατότητα να τρέχει το χρώμα, να στεγνώνει γρήγορα και το ίδιο γρήγορα κι εκείνη να μπορεί να «γυρίσει σελίδα», να πιάσει στα χέρια της ένα άλλο τελάρο.
Ξένος για την Τασία ο φόβος της λευκής σελίδας, άρχισε με ενθουσιασμό να καταγράφει στο «βιβλίο» της τις εικόνες της καρδιάς της• όλες όσες είχε φυλακίσει εκεί το δεκαπεντάχρονο κοριτσόπουλο και τις άφηνε μόνο - που και που - να φανούν στα μεγάλα της μάτια που κανείς δεν μπορούσε να προσδιορίσει το χρώμα τους• γιατί το χρώμα τους ήταν κάθε φορά τα χρώματα που ονειρευόταν ν’ απλώσει στον καμβά της.
Λουλούδια μεγαλωμένα με τα χάδια των χεριών της. Γυναίκες ονειροπόλες, μόνες αλλά αυτάρκεις, να ατενίζουν τον ανοιχτό ορίζοντα με μια αίσθηση ελευθερίας που η ίδια στερήθηκε. Ειδυλλιακά τοπία με υπαινικτική την παρουσία του ανθρώπου στα οικόσιτα ζώα, στην άδεια καρέκλα, στο ποδήλατο το ακουμπισμένο στον τοίχο, στους μπλε κατάφυτους γκαζοντενεκέδες• αυτές ήταν οι χαρακτηριστικές γλάστρες των χωριών μας φυτεμένες γκρενά γαρύφαλλα και γεράνια. Τοπία της ελληνικής υπαίθρου (ακόμη και εσωτερικά σπιτιών) πριν από την επέλαση της «αξιοποίησης» στο όνομα του πολιτισμού.
Ποικιλία θεμάτων, όπως ποικίλα είναι και τα ονειροπολήματά μας. Ό,τι δένει όλα τα έργα της Τασίας στην πρώτη της ατομική έκθεση που πραγματοποιήθηκε στο «Σχολαρχείο», στην πλατεία των Τσιντζίνων τις ημέρες που γιόρταζε η Παναγιά (13 έως 18 Αυγούστου 2017) είναι ακριβώς αυτή η προσπάθεια να ζωντανέψει τα όνειρά της. Όνειρα που τα αφηγείται δυνατά η ίδια στο φως της ημέρας χωρίς να περιμένει κάποια ερμηνεία τους• της αρκεί η αποτύπωσή τους.
Τασία Κυριακούλια (Τσούση)
ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
ΑΡΘΡΑ




