
Οι διαχειριστές του πλούτου και της εξουσίας αμφισβητούν την ύπαρξη των ιδεολογιών και προσπαθούν με όλα τα μέσα να διαγράψουν από την αντίληψη των ανθρώπων το βαθύ νόημα της κοινωνικής ισότητας. Προωθούν το σύνθημα ότι, η ισότητα είναι μια παρα-φύση έννοια, εξ ου οι διαφορές και κατ’ επέκταση η διαίρεση των κοινωνικών ομάδων. Ότι δηλαδή, οι ανισότητες είναι εκ φύσεως υπαρκτές, ίσως και κληρονομικές, και δεν χρειάζονται αγώνες για την άμβλυνσή τους. Η θέση αυτή έχει εγκατασταθεί στον νου των απλών ανθρώπων και κατευθύνει τη νοοτροπία τους, ακόμη και τη συνείδησή τους. Έτσι, πετυχαίνεται ο στόχος κάθε εξουσίας που είναι η πολυδιάσπαση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης σε υποσύνολα, ώστε να μην υπάρχει ενιαίο σύνολο με συντονισμένη έκφραση και δράση για την αποκάλυψη των πολιτικών εγκλημάτων.
Στην Ελλάδα, οι αγώνες που έγιναν στο παρελθόν για τη μείωση των ανισοτήτων ήταν δυναμικοί, άνισοι και πολλές φορές σκληροί. Η υιοθέτηση όμως, αποσπασματικών θέσεων χωρίς στέρεες θεωρητικές αναφορές και οι διαφορετικοί δρόμοι για την επίτευξη του κοινού σκοπού επέτρεψαν στις νεοφιλελεύθερες πρακτικές να κυριαρχούν. Αποτέλεσμα είναι η κατηγορία των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων, η ομάδα της δοκιμαζόμενης κοινωνίας, ως αδιαίρετος κοινωνικός χώρος να εξακολουθεί να βιώνει την αβεβαιότητα, την ανασφάλεια και την εγκατάλειψη, με τις εκπομπές παραπλάνησης και αποπροσανατολισμού να έχουν συμβάλει καθοριστικά στην αποδιοργάνωση και την αποδυνάμωση των άλλοτε ζωντανών διεκδικητικών κινημάτων.
Και το κράτος με τα σιδερωμένα υποτακτικά ανδρείκελα, όργανα-χωροφύλακες των ισχυρών βαυκαλίζεται και στρουθοκαμηλίζει και με τις εμφυτευμένες παρωπίδες στρέφει το μαστίγιο κατά των υποτελών. Οι ιπτάμενες λάμες καραδοκούν για να επαναφέρουν στον ίσιο δρόμο κάθε παρέκκλιση, κάθε λοξοδρόμηση. Τα πιόνια αυτά, πιστά αντίγραφα γραβατοφορεμένων πινάκων, κυριολεκτικά και μεταφορικά, στρατολογούν τους νέους γενίτσαρους, οι οποίοι ζωσμένοι με ξύλα και σίδερα κορδώνονται για τη σπίλωση των ελεύθερων αντιλήψεων, για τα επιτεύγματα της ανεγκέφαλης ακεραιότητας.
Η συνείδηση, παραιτημένη από την υποχρεωτική προσπάθεια καθορισμού και προόδου του ατόμου, συμβιβασμένη και εγκλωβισμένη στα πολιτικά και θρησκευτικά κιγκλιδώματα παραμένει σιωπηλή και άβουλη, με τις ζωτικές λειτουργίες της να έχουν παύσει οριστικά. Ο εσωτερικός κανονισμός λειτουργίας της, ο άλλοτε αντισυμβατικός, ανατρεπτικός μέχρι και επαναστατικός, τώρα αρκείται στα pass, τα ψίχουλα και τα γλειμμένα κόκκαλα. Και όταν σηκώνει το κεφάλι για την επόμενη αναπνοή, το μακρύ χέρι της κυριαρχίας την προσγειώνει στα σκουπίδια και την πνίγει στα λύματα. Συνεπώς, ένα μεγάλο μέρος των πολιτών έχει παραμεριστεί και διωχθεί και νιώθει περιττό, σαν άνθρωποι απορρίμματα. (Ζίγκμουντ Μπάουμαν).
Η παντοδύναμη οντότητα του θεού και η πίστη στην «άλλη», τη δεύτερη ζωή, εκμηδενίζουν την ατομική βούληση και ενισχύουν την αδράνεια, την οκνηρία και τη νωθρότητα, παρά τις προκλήσεις. Αδιαφορούμε ακόμη και για την ταφή μας, γιατί πιστεύουμε ότι δεν θα πεθάνουμε, αφού ανάβουμε όλα τα καντήλια και λαμπάδες ίσες με το μπόι μας. Και ότι οι μεταφυσικές μας δυνάμεις ισχυρές και ανθεκτικές, επενδυμένες με παρηγοριές και προσευχές, θα μας ανοίξουν διάπλατα την πόρτα της αθανασίας. Προσηλωμένοι στο θεολογικό δογματισμό είμαστε έτοιμοι να διαβούμε τις κατακόμβες, για να περάσουμε στην αιωνιότητα.
Όμως, ιδεολογίες υπάρχουν και είναι διακριτές. Κυρίαρχη παραμένει η πολιτική του ανθρωπισμού, που νοιάζεται για εκείνους που έχουν ανάγκη, που αγωνίζεται για τους όρους και τους χώρους εργασίας, που προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα, που αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους, πέρα από εθνικότητα και φύλο.
Τώρα, η μουδιασμένη κοινωνία αφυπνίζεται και ξυπνάει, μετά από το δημόσιο πένθος για το έγκλημα των Τεμπών. Αργά αλλά σταθερά συγκροτείται μια γενικευμένη αντίδραση απέναντι σε ένα αναξιόπιστο επιτελικό σύστημα, που κλυδωνίζεται και παραπαίει. Μια μικρή προσδοκία άρχισε να διαφαίνεται. Όμως, επιβάλλεται η συνειδητοποίηση: Οι μαζικές συγκεντρώσεις δεν πρέπει να καταγραφούν ως στιγμές συσσωρευμένης οργής και εκτόνωσης, αλλά σαν συνέχεια ενός αγώνα, μιας πορείας για την επικράτηση του ανθρωπισμού και της αξιοπρέπειας. Η αναγνώριση, ότι ο κατακερματισμός του κοινωνικού χώρου οφείλεται στις κομματικές ταυτότητες και στην αποκοπή του από τις διεργασίες και τα κινήματα. Η κατανόηση, ότι δεν αρκούν οι ιδέες και οι θεωρητικές επεξεργασίες τους, που φανερώνουν μια διανοούμενη ακαδημαϊκή στάση, αλλά η συσπείρωση και η ενιαία στοχευμένη δράση, γιατί έτσι η δύναμη της διεκδίκησης πολλαπλασιάζεται. Η επαναθεμελίωση του πεδίου της αντιπαράθεσης και της απαίτησης, ώστε να υπάρξει προοδευτική κοινωνική πλειοψηφία, η οποία θα οδηγήσει τη χώρα στις ράγες της ανθρώπινης ανάπτυξης.
Η Εύα Νικολαΐδου, δημοσιογράφος και κοινωνιολόγος, μετά από τα πρόσφατα παλλαϊκά συλλαλητήρια γράφει για τους υπεύθυνους της τραγωδίας των Τεμπών: «Τα μεγάλα αφεντικά μετά από αυτήν την παγκόσμια κατακραυγή πιστεύω ότι θα υποχωρήσουν με δουλοπρέπεια. Ήδη άρχισαν να αναγνωρίζουν ότι “όλα έγιναν λάθος”, ότι “υπήρχε χάος”. Θα αρχίσουν να μεταμορφώνονται, σαν γέρικες αρκούδες που όταν τις εξημερώσουν συμπεριφέρονται σαν κουτάβια. (…) Όταν ένας θρήνος καίει τα μάτια του κόσμου, όσα δακρυγόνα κι αν ρίξετε, σε εσάς επιστρέφουν. Δεν μπορείτε να ξεφύγετε από τη δίνη, την οργή. Θα σας καταπιεί, όπως καταπίνετε τόσα χρόνια και αλέθετε στα στομάχια σας τα βρόμικα κέρδη σας. Πότε θα χορτάσετε;»
Είναι η ώρα του αυτοκαθορισμού, της ανασύνταξης και της επικέντρωσης. Οι κοινωνικές ομάδες οφείλουν να προτάξουν τα γνήσια ανθρώπινα υπαρξιακά χαρακτηριστικά και τις εσωτερικές υποσχέσεις και να ζητήσουν επιτακτικά με τόλμη και πείσμα την αποκάλυψη της αλήθειας και να απαιτήσουν δικαιοσύνη και κάθαρση. Να οργανωθούν και να ενωθούν σε ένα συνεκτικό και ανθεκτικό ανυποχώρητο σύνολο και να σταθούν απέναντι στους ανεπαρκείς και ανίκανους πολιτικούς, που έπνιξαν τις κραυγές σωτηρίας των αθώων θυμάτων. Οι ανοχές και οι συμψηφισμοί πρέπει να τελειώνουν.