Το παλικάρι και οι σκυλοκέφαλοι

Το παραμύθι της εβδομάδας στον «Λακωνικό Τύπο»

Παρασκευή, 18 Ιούνιος 2021 12:24 | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Το παλικάρι και οι σκυλοκέφαλοι

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα χωριό ζούσε ένα παλικάρι. Ήθελε να βρει τους σκυλοκέφαλους. Είχαν φάει ανθρώπους από το χωριό του. Είχαν μούρη ανθρώπου μπρος και πίσω σκυλίσια. Από εμπρός μιλούσαν κι από πίσω γάβγιζαν. Από εμπρός σε καλόπιαναν κι από πίσω σε τρώγανε.

Μια μέρα το παλικάρι αποφάσισε να βρει τους σκυλοκέφαλους. Πήγε σε ένα γέροντα για να πάρει τη γνώμη του. Χτύπησε την πόρτα. Ο γέρος άνοιξε και ρώτησε: «Τι ζητάς;»  Το παλικάρι λέει: «Θέλω να μάθω για τους σκυλοκέφαλους. Αν δεν τους αφανίσω, θα αφανίσουν το χωριό». Ο γέρος είπε: «Οι σκυλοκέφαλοι είναι τρεις. Ζούνε σε ένα βάλτο στο δάσος. Όποιος περνάει από εκεί, τον καλοπιάνουν. Τον παρασέρνουν στον βάλτο. Του ορμάνε και τον τρώνε. Δε θα τους καταφέρεις μόνος σου. Είναι δυνατοί». «Που θα βρω βοήθεια, γέροντα;» «Θα πας στο καλό πνεύμα του δάσους στη μεγάλη βελανιδιά».

Το παλικάρι ευχαρίστησε το γέροντα. Καβάλησε το άλογό του και πήγε στο δάσος. Βρήκε τη μεγάλη βελανιδιά και φώναξε: «Καλό πνεύμα του δάσους, θα με βοηθήσεις;» Ένα αερικό φάνηκε στα κλαδιά. «Τι γυρεύεις;» τον ρώτησε. «Θέλω να αφανίσω τους σκυλοκέφαλους», είπε το παλικάρι. «Αν βρεις το τόξο, που φυλάει η λάμια του βουνού, θα τους νικήσεις. Τα βέλη έχουν δηλητήριο». «Πως θα πάρω το τόξο;» ρώτησε ο νέος. «Η λάμια το έχει στο προσκέφαλό της. Θα σου δώσω τρία βελανίδια. Θα τα φας και θα γίνεις αόρατος. Θα μπεις στο καλύβι της Λάμιας. Θα αρπάξεις το τόξο και τη φαρέτρα με τα βέλη. Πρόσεχε το λύκο, που φιλάει το καλύβι. Να τον κάνεις φίλο».  

Το παλικάρι καβάλησε το άλογό του και πήγε στο δάσος για κυνήγι. Σκότωσε ένα αγριογούρουνο. Έφτασε στο καλύβι της λάμιας νύχτα. Πλησίασε την αυλή. Έφαγε τα βελανίδια. Έγινε αόρατος. Ο λύκος τον μυρίστηκε. Άρχισε να αλυχτά. Η λάμια βγήκε έξω. Δεν είδε κανέναν. Ο λύκος χάλασε τον κόσμο με το ουρλιαχτό του. Η λάμια είπε στο λύκο: «Τι σε έπιασε; Αν σε ακούσω πάλι να αλυχτάς χωρίς λόγο, θα σε αφήσω νηστικό». Μετά η Λάμια μπήκε μέσα.

Το παλικάρι περίμενε. Ύστερα το φως μέσα στο καλύβι έσβησε. Η λάμια έπεσε για ύπνο. Το παλικάρι πήγε κοντά στο λύκο. Του έδωσε κρέας από το αγριογούρουνο. Ο λύκος έφαγε. Μετά είπε: «Δε σε βλέπω, μα σε μυρίζω. Γιατί με τάισες;» Το αόρατο παλικάρι είπε: «Θέλω το τόξο της μάγισσας». Ο λύκος λέει: «Θα σε αφήσω να μπεις στο καλύβι, αν ύστερα με λύσεις. Αν δει η μάγισσα ότι λείπει το τόξο της θα με σκοτώσει». «Εντάξει!» είπε το παλικάρι.

Τότε το παλικάρι μπήκε στο καλύβι. Πλησίασε το κρεβάτι της λάμιας. Αυτή κοιμόταν. Ο νέος πήρε το τόξο και τη φαρέτρα με τα βέλη. Βγήκε έξω κι έλυσε το λύκο. Τον χάιδεψε και είπε: «Είσαι ελεύθερος!» Ο λύκος ρώτησε: «Που πηγαίνεις;». Το παλικάρι είπε: «Να σκοτώσω τους σκυλοκέφαλους». Ο λύκος του λέει: «Θα έρθω μαζί σου. Ξέρω τα λημέρια. Στο δάσος κοντά στο βάλτο μένουν τα αδέρφια μου, οι λύκοι».

Έτσι κι έγινε. Δρόμο πήραν, δρόμο άφησαν, έφτασαν κοντά στο βάλτο τη νύχτα. Ο λύκος είπε στο παλικάρι: «Θα πάω στο βάλτο. Θα πιάσω κουβέντα στους σκυλοκέφαλους. Θα βρεις ευκαιρία να τους χτυπήσεις με τα βέλη. Πρόσεχε μη σε δουν». «Μην ανησυχείς!» είπε το παλικάρι.

Έτσι έφτασαν στο βάλτο. Το παλικάρι κρύφτηκε στα βάτα. Ο λύκος φώναξε: «Σκυλοκέφαλοι που είστε;» Τότε τρία αλλόκοτα πλάσματα βγήκαν από το βάλτο. «Καλώς το λύκο! Πως έφυγες από το καλύβι της λάμιας;» ρωτάει ένας σκυλοκέφαλος. «Θα σας τα ιστορήσω όλα», είπε ο λύκος. Οι σκυλοκέφαλοι πήγαν κοντά. Τότε το παλικάρι έριξε τρία βέλη στη σειρά. Χτύπησε τους δύο σκυλοκέφαλους. Τον τρίτο δεν τον πέτυχε. Χίμηξε αυτός και δάγκωσε το παλικάρι στο πόδι. Ο λύκος επιτέθηκε στο σκυλοκέφαλο. Το παλικάρι έριξε κι άλλο βέλος. Τον πέτυχε. Οι σκυλοκέφαλοι πέθαναν από το φαρμάκι.

Μα το πόδι του παλικαριού πονούσε. Μάζεψε πύον. Έτρεχε από την πληγή. Δεν σταματούσε. Είπε στο λύκο: «Βιάσου, να βρεις το μαύρο μανιτάρι, αλλιώς δε θα ζήσω». Ο λύκος βρήκε το μαύρο μανιτάρι. Το πήγε. Το παλικάρι το στούμπισε. Το έβαλε στην πληγή. Λιποθύμησε. Ο λύκος περίμενε. 

Το παλικάρι, σαν συνήλθε, είπε στο λύκο: «Σου χρωστάω τη ζωή μου. Έλα μαζί μου στο χωριό». Ο λύκος είπε: «Οι άνθρωποι θα μου κάνουν κακό. Θα μείνω στο δάσος». Το παλικάρι γύρισε στο σπίτι του. Με το λύκο συναντιόνταν τις νύχτες έξω από το χωριό. Έγιναν φίλοι. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Δήμητρα Μπουμποπούλου

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΒΙΒΛΙΟ
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

LINARDI
Koutsoviti