
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας έμπορας χάλκινων σκευών. Ζούσε σε ένα χωριό. Πήγαινε ταξίδια για τη δουλειά του. Ήθελε να πάει στην πολιτεία, για να πουλήσει εκεί τα εμπορεύματά του.
Μια μέρα ο έμπορας πήγε στο σπίτι ενός φίλου του, για να τον συμβουλευτεί. Χτύπησε την πόρτα. Ο φίλος του λέει: «Πως κι από δω; Έλα μέσα». «Αδερφέ μου, Θέλω να πάω στην πολιτεία για εμπόριο. Ήρθα να με ορμηνέψεις», λέει ο έμπορας. «Να πας! Έχει καλή αγορά. Ο κόσμος ξοδεύει τον παρά του. Μα πρόσεχε. Μην περάσεις από το κάστρο το βράδυ. Εκεί φανερώνεται ο Αράπης». «Τι είναι αυτός;» ρώτησε ο έμπορας.
«Αυτός είναι ένας αράπης μικρός, τόσος δα, μια πιθαμή. Μένει σε μια σπηλιά μικρή από κάτω από το κάστρο. Όποιος περνάει από εκεί νύχτα, τον σκοτώνει». «Ένα ανθρωπάκι τόσο δα, θα με σκοτώσει κοτζάμ άντρα;» ρωτάει ο έμπορας. «Λένε οι ντόπιοι ότι, όταν περνάει άνθρωπος από το λημέρι του, αυτός ψηλώνει τόσο που φτάνει ως την κορυφή του κάστρου». «Οι ντόπιοι έχουν ζωηρή φαντασία, αδερφέ», λέει ο έμπορας. «Να είσαι καλά, που με ορμήνεψες».
Το άλλο πρωί ο έμπορας φόρτωσε την πραμάτεια του στο κάρο και ξεκίνησε. Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε κι έφτασε έξω από την πολιτεία. Συναντά ένα γέρο. Είχε φορτώσει στην πλάτη του δύο δεμάτια ξύλα βαριά. Πήγαινε βήμα το βήμα. «Πούθε πας γέρο;» τον ρωτά ο έμπορας. «Στο χωριό μου. Είναι μακριά». Ο έμπορας είπε στο γέρο: «Δώσε μου τα ξύλα να τα φορτώσω στο κάρο κι ανέβα. Θα σε πάρει το βράδυ ώσπου να φτάσεις. Θα σε πάω εγώ». Ο γέρος ανέβηκε.
Δρόμο πήραν, δρόμο άφησαν κι έφτασαν στο χωριό. Είπε ο γέρος στον έμπορα: «Πώς να σε ευχαριστήσω; Να, πάρε τούτα τα φουντούκια. Αν χρειαστείς βοήθεια, σπάσε και τα τρία».
Ο έμπορας έβαλε τα φουντούκια στην τσέπη του, για να μην προσβάλει το γέρο. Συνέχισε το δρόμο του. Έφτασε στην πολιτεία. Ήθελε να βρει ένα πανδοχείο. Δεν ήξερε που να ψάξει. Δεν υπήρχε ψυχή έξω. Μπερδεύτηκε σε κάτι στενά. Βγήκε σε ένα δρόμο που περνούσε κάτω από το κάστρο.
Ξαφνικά ακούει μια φωνή να ρωτάει: «Χάθηκες;» Γυρίζει και βλέπει ένα μικρό Αράπη. Σάστισε. Θυμήθηκε τα λόγια του φίλου του. «Ο Αράπης!» ψιθύρισε. Το αραπάκι τράβηξε ένα μαχαίρι που είχε ζώσει σε ένα θηκάρι της ζώνης του. Ο έμπορας δεν ήξερε τι να κάμει. Θυμήθηκε τα φουντούκια του γέρου. Τα έσπασε. Βγήκαν από μέσα τρεις νάνοι. Του είπαν: «Στις προσταγές σου, αφέντη!» «Θέλω να απαλλαγώ από τον Αράπη», τους λέει.
Τότε οι τρεις νάνοι έκαναν έναν κύκλο γύρω από το αραπάκι. Αυτό άρχισε να ψηλώνει. Μα σαν είπαν οι νάνοι κάτι μαγικά λόγια, το αραπάκι αντί να ψηλώσει, έγινε μια σταλιά ίσα με ένα σκουλήκι. Το πήραν και το έκλεισαν σε ένα μπουκαλάκι. Το έδωσαν στον έμπορα. Του είπαν: «Ο Αράπης δεν έχει τη δύναμη να βγει από εδώ. Αν εσύ το θελήσεις, βγάλε το φελλό και άφησέ τον ελεύθερο». Μετά οι νάνοι εξαφανίστηκαν.
Ο έμπορας συνέχισε το δρόμο του. Βρήκε ένα πανδοχείο. Πήγε εκεί να διανυκτερεύσει. Τον έβαλαν στο ίδιο δωμάτιο με δύο άλλους, γιατί δεν υπήρχε άλλο. Το βράδυ ξύπνησε, γιατί του ήρθε να πάει για το ψιλό του. Άκουσε τότε από τα διπλανά κρεβάτια κουβέντα. «Να τον σκοτώσουμε! Να του πάρουμε τα χάλκινα σκεύη. Αν τα πουλήσουμε, θα βγάλουμε καλά λεφτά», έλεγε ο ένας. «Θα καταλάβουν ότι εμείς το κάναμε», έλεγε ο άλλος. «Καλύτερα να τον ακολουθήσουμε στο παζάρι. Σαν ξεπουλήσει, τον κοπανάμε. Του βουτάμε τα λεφτά και δρόμο». Τελικά, η γνώμη του δεύτερου υπερίσχυσε. Ο έμπορας σκέφτηκε να φύγει πριν από αυτούς. Μα δεν μπορούσε. Ο ένας είχε σηκωθεί πολύ πρωί. Έκοβε βόλτες πάνω κάτω στο δωμάτιο.
Το άλλο πρωί ο έμπορας πήρε το κάρο του. Πήγε στο παζάρι. Πούλησε τα χάλκινα σκεύη. Πήρε καλά λεφτά. Μετά πήγαινε όλο από δρόμους πολυσύχναστους για να μην τον βλάψουν οι δύο ληστές. Ξαφνικά του ήρθε μια ιδέα. Έβγαλε το μπουκαλάκι από το δισάκι του. Σήκωσε λίγο το φελλό κι είπε στον Αράπη. «Αν με βοηθήσεις, σου χαρίζω την ελευθερία σου!» «Θα σε βοηθήσω! Τι θες;» ρωτάει αυτός. «Να τρομάξεις τους ληστές που με ακολουθούν. Μπορείς έτσι μικρός που είσαι;» «Αν με βγάλεις από το μπουκάλι, θα κάνω ό,τι μου ζητήσεις. Οι δυνάμεις μου θα ξαναγεννηθούν, γιατί θα είμαι ελεύθερος».
Ο έμπορας δρόμο πήρε, δρόμο άφησε να γυρίσει σπίτι του. Οι δύο ληστές, τον ακολουθούσαν με τα άλογα. Τον έφτασαν. Τότε ο έμπορας ελευθερώνει τον Αράπη. Αυτός άρχισε να ψηλώνει μέχρι που έφτασε στον ουρανό. Οι ληστές, σαν τον είδαν, κατατρόμαξαν. Άλλαξαν δρόμο κι ούτε ξαναφάνηκαν.
Ο Αράπης είπε στον έμπορα: «Τώρα είμαι ελεύθερος!» «Θα πας πάλι στο κάστρο;» ρώτησε ο έμπορας. «Θα πάρω δρόμο για αλλού», αποκρίθηκε αυτός. «Αν περάσεις από το μεγάλο χωριό, έλα να με βρεις!» είπε ο έμπορας και του έδωσε μια γραφή. «Θα έρθω!» είπε ο Αράπης.
Ο έμπορας γύρισε στο χωριό του. Πήγε στο σπίτι του φίλου του. Του ιστόρησε τι έγινε. Εκείνος δεν πίστευε στα αφτιά του. Όταν, μια φορά, πέρασε από κει ο Αράπης, στάθηκε στο σπίτι του έμπορα. Χτύπησε την πόρτα. Είχαν περάσει χρόνια, μα ο έμπορας δεν τον ξέχασε ποτέ. Του έκανε το τραπέζι και γλεντήσανε παρέα. Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Δήμητρα Μπουμποπούλου