Ο βοσκός και η λαμπηδόνα

Το παραμύθι της εβδομάδας στον «Λακωνικό Τύπο»

Παρασκευή, 30 Ιούλιος 2021 13:55 | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Ο βοσκός και η λαμπηδόνα

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βοσκός. Ζούσε με τη γυναίκα και τα παιδιά του σε ένα βουνό. Είχε φτώχεια, παρόλο που όλη μέρα δούλευε. Ήθελε να έχει λεφτά και να ζει καλά με τη φαμελιά του.

Μια μέρα λέει στη γυναίκα του: «Θα φύγω και θα φέρω λεφτά για να ζούμε καλά. Να προσέχεις όσο θα λείπω!» «Άντρα μου, αφού το αποφάσισες, καλή τύχη», είπε αυτή.

Έτσι κι έγινε. Η γυναίκα τον ξεπροβόδισε. Ανέβηκε στο άλογό του. Δρόμο πήρε δρόμο άφησε... Συναντάει στο δάσος έναν γέρο με το μουλάρι του. Είχε κόψει ξύλα κι ήθελε να τα φορτώσει. Του λέει: «Να σε βοηθήσω, γέροντα». Ο γέρος είπε: «Ο Θεός σε έστειλε. Πονάει η μέση μου και δε μπορώ να φορτώσω τα ξύλα». «Μη σε νοιάζει», είπε ο βοσκός και έβαλε τα ξύλα στο μουλάρι. Τα έδεσε με σχοινιά. Είπε στο γέρο: «Έτοιμα! Ανέβα στο ζωντανό σου και τράβα στην ευχή του Θεού».

Του άρεσε του γέρου ο τρόπος του βοσκού και είπε: «Τι να κάνω για σένα;» «Η φτώχεια με έχει ρημάξει. Θέλω να κάνω λεφτά». Ο γέρος είπε: «Θα σου πω ένα μυστικό. Βλέπεις εκείνη την κορυφή; Εκεί βρίσκεται ένα βοτάνι, η λαμπηδόνα. Την ημέρα δε φαίνεται. Κανείς δεν τη γνωρίζει ανάμεσα στα άλλα χόρτα. Τη νύχτα λάμπει και φαίνεται από μακριά. Αν την ξεριζώσεις, χάνει τη λάμψη της. Όποιος κόψει λαμπηδόνα γίνεται πλούσιος. Ό,τι άψυχο ακουμπάει γίνεται χρυσάφι. Μου το είπε ένας τσοπάνης. Ένα αρνί του έφαγε μια λαμπηδόνα και έγινε ολόχρυσο». Ο βοσκός είπε: «Σε ευχαριστώ, γέροντα!».

Ύστερα δρόμο πήρε, δρόμο άφησε για να φτάσει στην κορυφή του βουνού. Σταμάτησε σε μια πηγή να πιει νερό. Εκεί φάνηκε ένα αερικό και είπε: «Δε θα πιεις νερό, αν δε μου δώσεις κάτι». Ο βοσκός λέει: «Παραμέρισε να πιω». Τότε το αερικό θύμωσε. Τον έβρεχε και τον έκανε μούσκεμα. «Εντάξει!» φώναξε αυτός. Το αερικό σταμάτησε. Αυτός έβγαλε από το σακούλι του μια προβιά. «Είναι δική σου», είπε στο αερικό. «Είναι απαλή και ζεστή. Μου αρέσει! Τι θες να κάνω για σένα;» είπε το αερικό.  «Να μου πεις τι ξέρεις για τη λαμπηδόνα».

Το αερικό είπε: «Αν θες τη λαμπηδόνα, θα πας σε εκείνο το μυτερό βράχο. Αυτή λάμπει τις νύχτες χωρίς φεγγάρι. Σαν τη δεις, τρέξε και χώσε το μαχαίρι σου βαθιά στη ρίζα της. Η λάμψη της θα χαθεί. Μα εσύ θα έχεις σημαδέψει που είναι. Μετά θα την ξεριζώσεις».

Ο βοσκός δρόμο πήρε, δρόμο άφησε για το βράχο. Άρχισε να νυχτώνει.

«Θα συνεχίσω αύριο», είπε. Ξεπέζεψε κι άναψε φωτιά. Έκατσε να φάει. Ξαφνικά βγαίνει μέσα από τους θάμνους ένα αγριογούρουνο. Ο βοσκός σάστισε. Το αγριογούρουνο φοβόταν τη φωτιά. Δεν πλησίαζε. Του είπε με ανθρώπινη λαλιά:

«Πεινάω!» Ο βοσκός του πέταξε ένα κομμάτι κρέας. Το αγριογούρουνο  έφαγε και είπε: «Πάρε τρεις τρίχες από το δέρμα μου. Αν με χρειαστείς φύσα τις και θα βρεθώ κοντά σου». Ο βοσκός πήρε τις τρίχες. Το αγριογούρουνο έφυγε.

Το άλλο μεσημέρι αυτός συνέχισε το δρόμο του. Έφτασε στο μυτερό βράχο. Περίμενε. Σαν βράδιασε, ακούει ποδοβολητά. Αγριογούρουνα φάνηκαν μες από τα δέντρα. Ήταν έτοιμα να του επιτεθούν. Τότε ο βοσκός θυμήθηκε τις τρεις τρίχες. Τις φύσηξε. Το αγριογούρουνο φάνηκε. Τρόμαξε τα άλλα αγριογούρουνα κι έφυγαν. Ο βοσκός γλίτωσε.

Ύστερα αυτός είδε κάτι να λάμπει κάτω από το βράχο. Έτρεξε κι έμπηξε το μαχαίρι του στο χώμα κάτω από τη λαμπηδόνα. Αυτή έχασε τη λάμψη της. Την ξερίζωσε και την πήρε μαζί του. Ακούμπησε το βοτάνι πάνω στη σέλα του αλόγου του κι η σέλα έγινε χρυσή. Έβαλε το βοτάνι σε ένα σακούλι. Έγινε κι αυτό χρυσό. Το έκρυψε μέσα στα ρούχα του.

Ύστερα δρόμο πήρε, δρόμο άφησε και γύρισε στο καλύβι του. Σαν τον είδε η γυναίκα του, χάρηκε. «Είμαστε πλούσιοι», της είπε και της έδειξε το χρυσό σακούλι. «Εμένα με νοιάζει που γύρισες γερός», του λέει αυτή. Κι έζησαν αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα.

Δήμητρα Μπουμποπούλου

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΒΙΒΛΙΟ
του Ηλία Μακρή
Το κλίκ της ημέρας
του Ηλία Μακρή

Πρόσφατα Νέα

Koutsoviti

Η δική σας είδηση