
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν η κυρά Μάγδα. Ζούσε σε ένα προσφυγικό σπίτι στον Πειραιά. Καταγόταν από τη Μικρασία. Ήθελε να μαζεύει τα προσφυγόπουλα της γειτονιάς και να τους λέει ιστορίες από τον τόπο της. Τα παιδιά χαίρονταν να την ακούν, γιατί διηγιόταν ωραία.
Ένα απόγευμα Κυριακής τρία παιδιά χτύπησαν την πόρτα της κυρά Μάγδας. Όταν τους άνοιξε, της είπαν: «Κυρά, οι γονείς μας δουλεύουν απόψε μέχρι αργά. Θα μας πεις καμιά ιστορία;» Εκείνη τα καλοδέχτηκε και είπε: «Θα φτιάξω μια τηγανιά πατάτες και όταν θα τρώτε, θα σας ιστορήσω για μια θαυματουργή εικόνα. Παριστάνει την Αγία Άννα και την Παναγία. Μια γυναίκα την έσωσε μέσα από φωτιά στην πλατεία της Σμύρνης. Εκεί έκαψαν τότε οι Τούρκοι όλες τις εικόνες της εκκλησιάς της Αγίας Φωτεινής».
Τα τρία παιδιά κάθισαν γύρω από το τραπέζι και περίμεναν την κυρά Μάγδα να τηγανίσει τις πατάτες. Σε λίγο, τις σέρβιρε η κυρά σε μια πιατέλα και τα παιδιά άρχισαν να τρώνε. Εκείνη άρχισε να διηγείται:
«Όταν ζούσα στα Βουρλά της Μικρασίας είχα μια φίλη τη Γιασεμή. Ήταν από τους τελευταίους Έλληνες που είχαν μείνει εκεί πριν την καταστροφή. Η Γιασεμή είχε πάει στην Σμύρνη για να πάρει τα κορίτσια της ξαδέλφης της και να φύγουν. Ήταν πριν ξεσπάσει η μεγάλη φωτιά που έκαψε την πόλη από άκρη σε άκρη.
Στο δρόμο, ενώ όλοι κοίταζαν πώς να σωθούν από την κόλαση της φωτιάς, η Γιασεμή βλέπει έξω από την Αγία Φωτεινή να καίνε τις εικόνες. Είχε μαζί της έναν υπηρέτη Τούρκο, τον Αλί. Βγάζει από την τσέπη του φουστανιού της ό,τι λεφτά είχε και του λέει: «Βρε Αλί, πάρε αυτά, δώσε τα στον στρατιώτη για να περάσεις και πάρε μια εικόνα. Θα μας κάψει ο Θεός να βλέπουμε να καίγεται η κληρονομιά μας».
Πήγε ο Αλί κι άρπαξε μια εικόνα. Όταν την έφερε, είδε η Γιασεμή ότι ήταν η εικόνα που είχε κάνει δώρο η μητέρα της στην Αγία Φωτεινή, από ευγνωμοσύνη στην Αγία Άννα, που της χάρισε το πρώτο παιδί. Η εικόνα αυτή κοσμούσε την Αγία Φωτεινή και θαυματουργούσε. Η Γιασεμή δεν πίστευε στα μάτια της. Από τότε είχε την Εικόνα σαν θησαυρό και την πήρε μαζί της στην Χίο, όπου πήγε μετά.
Σήμερα η Εικόνα βρίσκεται στη μονή ‘‘Αναλήψεως του Κυρίου’’ στη Βοιωτία. Δεν ξέρω πως έφτασε εκεί. Θυμάμαι τη μάνα μου να λέει ότι ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης οδηγούσε σε αυτήν την εικόνα τα ζευγάρια που δεν έκαναν παιδιά. Τα έβαζε να νηστεύουν σαράντα ημέρες με προσευχή και παράκληση στην Αγία. Έπειτα κοινωνούσαν. Πολλά ζευγάρια αποκτούσαν έτσι παιδί. Η εικόνα[1] ήταν γεμάτη από τα τάματα. Έκανε πολλά θαύματα και στους μουσουλμάνους, που πήγαιναν στην εκκλησιά και προσεύχονταν σε αυτήν».
Ένα από τα παιδιά ρώτησε: «Η Γιασεμή που βρίσκεται τώρα, κυρά Μάγδα;» «Τελευταία φορά, παιδιά μου, είδα τη Γιασεμή στο λιμάνι του Πειραιά, εφτά χρόνια μετά που εγκαταστάθηκα εδώ. Ήταν όπως τη θυμόμουν. Ίσως λίγο πιο αδύνατη, γιατί δούλευε σκληρά για να ζήσει τη φαμελιά της. Συγκινηθήκαμε κι οι δύο. Τα δάκρυα τρέχανε βρύσες από τα μάτια μας. Θυμηθήκαμε, βλέπετε, τις χαμένες πατρίδες μας. Ποτέ δε θα σβήσουν από το νου μας».
Τα παιδιά είπαν: «Κυρά Μάγδα, βούρκωσες πάλι. Συγνώμη, αν σε λυπήσαμε». «Δε φταίτε εσείς, παιδιά. Οι μνήμες είναι πολύ δυνατές».
Εκείνη τη στιγμή τα παιδιά άκουσαν χτύπημα στην πόρτα. «Οι γονείς μας θα είναι», είπαν. Η κυρά Μάγδα άνοιξε και φάνηκε η μάνα των παιδιών. Είπε: «Τελείωσα για απόψε τη δουλειά. Ελπίζω, παιδιά, να μην κουράσατε την καλή μας γειτόνισσα.
Ελάτε να πάμε στο σπίτι μας. Κυρά Μάγδα, σε ευχαριστώ που τα κράτησες τόση ώρα». «Μου έκαναν συντροφιά, Άννα», είπε η κυρά Μάγδα και τα καληνύχτισε. Τα παιδιά την αποχαιρέτισαν κι έφυγαν. Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Δήμητρα Μπουμποπούλου
[1] Βρίσκεται στην Μονή Αναλήψεως (Σκούρτα, Βοιωτίας). Πολλά είναι τα ζευγάρια που προσέρχονται να επικαλεστούν την βοήθεια της Αγίας Άννας για να αποκτήσουν παιδί. Τα ονόματά τους γράφονται σε ιδιαίτερο δίπτυχο και μνημονεύονται στην αγία Πρόθεση μέχρι να συλλάβουν παιδί.