
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παλικάρι o Λάμπρος. Ζούσε σε ένα χωριό της Αίγινας. Ήθελε να επισκεφτεί τον φίλο του τον Ανέστη, που ήταν ξυλουργός και ζούσε σε ένα σπιτάκι κοντά στη μονή της Παναγίας της Χρυσολεόντισσας.
Μια μέρα καβάλησε το άλογό του ο Λάμπρος και κίνησε για το σπίτι του Ανέστη. Τον βρήκε σε μια κάμαρα να εργάζεται. Έφτιαχνε ένα ξυλόγλυπτο βάζο. Ο Λάμπρος θαύμασε, σαν το είδε. «Κατέχεις ξυλογλυπτική;» ρώτησε στον φίλο του. Ο Ανέστης είπε: «Καλώς τον Λάμπρο! Πρέπει να ξέρεις, φίλε, πως ξυλογλυπτική έμαθα από τον παππού μου. Δεν το ξέρει ο κόσμος, γιατί δεν είναι η κύρια εργασία μου. Το ξυλόγλυπτο βάζο θα το δωρίσω στην μονή της Παναγίας της Χρυσολεόντισσας. Θα πάω απόψε εκεί. Θα μου επιτρέψεις να το τελειώσω, αφού πρώτα σου ψήσω έναν καφέ». Ο Λάμπρος είπε: «Θα καθίσω εδώ να δω πως δουλεύεις».
Ο Ανέστης του σέρβιρε τον καφέ και συνέχισε τη δουλειά. «Να έρθω μαζί σου στη μονή; Δεν έχω πάει ποτέ», είπε ο Λάμπρος. «Και βέβαια να έρθεις. Οι μοναχοί είναι φιλόξενοι και καταδεχτικοί. Θα χαρείς να τους γνωρίσεις. Ξέρεις την ιστορία της μονής;» «Όχι, Ανέστη! Θα μου την πεις;» «Άκουσε… Η παράδοση λέει ότι η παλιά μονή της Παναγίας βρισκόταν κοντά στο παραθαλάσσιο χωριό Λεόντι. Μετά από τρεις επιδρομές των πειρατών , που έκαναν πολλές καταστροφές, οι μοναχοί θέλησαν να την μεταφέρουν σε βουνό για να την προφυλάξουν.
Ξεκίνησαν να χτίζουν τη νέα μονή σε έναν τόπο. Το πρωί οι κτίστες δεν έβρισκαν τα εργαλεία τους εκεί, αλλά στη σημερινή θέση της μονής. Αυτό το θαυμαστό έγινε τρεις φορές. Οι μοναχοί κατάλαβαν το θέλημα της Παναγίας. Στον πρώτο τόπο έκτισαν εκκλησάκι του Αγίου Λεοντίου. Και στον τόπο που βρήκαν τα εργαλεία τη μονή της Παναγίας της Χρυσολεόντισσας».
Η βάβω μου έλεγε ότι κατά τη μεταφορά της εικόνας της Παναγίας από το εκκλησάκι του Αγίου Λεοντίου στη νέα μονή οι μοναχοί έκαναν στάση για να ξεκουραστούν. Ακούμπησαν την εικόνα σε βράχο. Εκεί έμεινε σημάδι Της. Οι παλαιοί λένε ότι η ίδια Παναγία ανέβηκε στο βουνό, στάθηκε για να ξεκουραστεί και ακούμπησε το χέρι Της στο βράχο. Το σημάδι από το χέρι Της έμεινε εκεί. Σήμερα ο βράχος με το σημάδι υπάρχει και δίπλα του καίει ένα καντήλι μέρα νύχτα. Στην Αίγινα το λέμε ‘‘το Χέρι της Παναγίας’’» .
«Ανέστη, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας υπήρχε η μονή της Παναγίας της Χρυσολεόντισσας;» «Ναι, φίλε μου. Οι μοναχοί ενίσχυσαν ψυχικά τους νησιώτες και στήριξαν με χρηματική βοήθεια τον επαναστατικό αγώνα».
«Σε ευχαριστώ, Ανέστη για την ιστόρησή σου! Τελειώνεις με το ξυλόγλυπτο;» «Έτοιμο είναι! Θα το βάλω σε ένα κουτί και θα φύγουμε». Έτσι κι έκαμε το παλικάρι.
Ύστερα οι δύο φίλοι καβάλησαν το άλογο του Λάμπρου και ξεκίνησαν για το μοναστήρι. Σαν έφτασαν εκεί, τους υποδέχτηκε ο μοναχός Γαβριήλ. Είπε: «Καλώς τα παλικάρια! Ελάτε μέσα! Θα σας πάω να προσκυνήσετε της εικόνα της Παναγιάς μας κι ύστερα θα δούμε μαζί άλλα μέρη της μονής». Έτσι, οι δύο νέοι τον ακολούθησαν.
Ο Λάμπρος θαύμασε την πανέμορφη εικόνα της Χρυσολεόντισσας και τον μεγάλο κήπο της μονής. Ο Ανέστης είπε στον μοναχό Γαβριήλ: «Έφερα ένα δώρο για την Παναγιά μας. Είχα τάξει να το φτιάξω με τα χέρια μου». Ο μοναχός άνοιξε το κουτί κι είδε το ξυλόγλυπτο. Είπε: «Είναι έργο τέχνης. Εδώ θα βάζουμε τα λουλούδια που φέρνουν οι προσκυνητές για την Παναγία. Ελάτε τώρα να σας προσφέρω καφέ και λουκούμι. Θα έρθει κι ο ηγούμενός μας να τον ρωτήσετε ό,τι θέλετε για το μοναστήρι».
Έτσι οι δύο φίλοι δέχτηκαν το κέρασμα και συζήτησαν με τον ηγούμενο». Μετά σηκώθηκαν να φύγουν. «Θα ξανάρθουμε, γέροντα!» είπε ο Ανέστης. «Θα σας περιμένω, παιδιά μου. Σε είκοσι μέρες πανηγυρίζει το μοναστήρι μας. Ελάτε να γιορτάσουμε την ‘‘Κοίμηση της Παναγίας’’ μας», είπε ο ηγούμενος. Έτσι ο Λάμπρος κι ο Ανέστης ξαναπήγαν στην Παναγία τη Χρυσολεόντισσα στην γιορτή της στις 15 Αυγούστου. Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Δήμητρα Μπουμποπούλου