
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παλικάρι, ο Μιχάλης. Ζούσε με τους γονιούς στα Χανιά. Ήθελε να πάει στον Αρκουδοσπήλιο. Όταν ήταν παιδί, ο παππούς του, του είχε πει: «Μιχάλη, υπάρχει ένα μέρος που αξίζει να πας. Είναι ένα μικρό σπήλαιο, ο Αρκουδοσπήλιος. Μέσα εκεί υπάρχει ένας σταλαγμίτης. Μοιάζει με αρκούδα που σκύβει πάνω από πετρόχτιστη στέρνα. Λες και η αρκούδα ετοιμάζεται να πιει νερό. Πλάι στη σπηλιά βρίσκεται ένα εκκλησάκι, η ‘‘Παναγία η Αρκουδιώτισσα’’.
Ο Μιχάλης δεν ξέχασε τα λόγια του παππού του. Μια μέρα αποφάσισε να πάει στην Παναγία την Αρκουδιώτισσα. Είπε στον πατέρα του: «Θα πάω στον Αρκουδοσπήλιο». «Να πας, γιε μου, μα να προσέχεις. Ο τόπος είναι βραχώδης και κακοτράχαλος. Να γυρίσεις γοργά, μη νυχτωθείς εκεί». «Μην ανησυχείς, πατέρα!».
Ετοιμάζει το άλογό του ο Μιχάλης και ξεκινάει. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει και συναντάει ένα γέροντα με το μουλάρι του. Τόνε ρωτάει: «Καλά πάω για την ‘‘Παναγία την Αρκουδιώτισσα’’;» «Περίκαλα, παλικάρι! Πας να δεις την ‘‘σταλαγματένια Αρκούδα’’ και τη στέρνα; Ξέρεις πως το λιγοστό νερό της στέρνας μαζεύεται από τους σταλαγμίτες της οροφής; Ο τόπος εκεί είναι άνυδρος και το νερό δυσεύρετο για τους ντόπιους[1]. Αυτοί έχτισαν τη στέρνα, για να μαζεύουν νερό και να σβήνουν τη δίψα τους. Οι θρύλοι λένε πολλά, για να ξυπνάνε τη φαντασία μας».
«Τι λένε, γέροντα;» «Λένε, γιε μου, πως κάποτε μια αρκούδα, που ζούσε γύρω από τη σπηλιά, έψαχνε για νερό. Βρήκε το σπήλαιο με τους σταλαγμίτες και τη στέρνα. Πήγαινε κάθε μέρα εκεί και έπινε νερό. Την πρώτη φορά, που είδαν άδεια τη δεξαμενή, οι χωρικοί που είχαν σειρά για το νερό θύμωσαν, αλλά δεν είπαν τίποτα. Σαν είδαν να αδειάζει ξανά η στέρνα, ξέσπασε καβγάς ανάμεσα στους ντόπιους.
Η μια συντροφιά είπε: ‘‘Δεν πίνουμε εμείς το νερό’’. Η άλλη συντροφιά είπε: ‘‘Θα παραφυλάξουμε, για να δούμε ποιος το πίνει’’. Έτσι έκαναν… Και νάσου η αρκούδα φάνηκε. Μπήκε στη σπηλιά και ανέβηκε στην πέτρα μπροστά στη στέρνα, για να φτάσει το νερό. Οι άνθρωποι, που κρύβονταν, κοίταζαν την αρκούδα. Πώς να πάλευαν μαζί της; Μα να την άφηναν κι ελεύθερη να πίνει; Πως θα ζούσαν χωρίς νερό; Όταν η αρκούδα έσκυψε μπροστά στο νερό, για να πιει, ακούστηκε μια κραυγή: ‘‘Παναγία μου πρόφταξε!’’. Ευθύς η αρκούδα έγινε πέτρα[2]. Έτσι λένε…! Παραμύθια για αλαφροΐσκιωτους. Μα έχουν τη χάρη τους. Άιντε γεια!», είπε ο γέροντας κι έκανε να φύγει.
Ο Μιχάλης σάστισε με τη διήγηση του γέροντα. Εντυπωσιάστηκε που ο απλός λαός έπλεκε με τη φαντασία του τέτοιες ιστορίες. Φώναξε: «Στάσου, γέροντα… Η εκκλησία της Παναγίας πως φτιάχτηκε;»
«Οι χριστιανοί του τόπου, παλικάρι, για να θυμούνται το θαύμα της Παναγίας που ‘‘μαρμάρωσε’’ την αρκούδα, έχτισαν το εκκλησάκι ‘‘της Παναγίας της Αρκουδιώτισσας’’ μέσα στη σπηλιά. Γιορτάζει στις 2 του Φλεβάρη της Υπαπαντής και γίνεται εκεί πανηγύρι. Μα αργοπόρησα. Με περιμένει η γερόντισσά μου. Ας πάω!», είπε ο γέροντας κι έφυγε.
Ο Μιχάλης ξεκίνησε για την Αρκουδοσπηλιά. Σαν έφτασε εκεί, ξεπέζεψε. Μπήκε μέσα στη σπηλιά, όπου είχαν χτίσει το εκκλησάκι της Παναγίας. Προσκύνησε την εικόνα. Συλλογιόταν: «Πως έχτισαν σε τούτο το βραχώδη τόπο εκκλησιά; Να η στέρνα! Να κι η πέτρινη Αρκούδα! Πόσα γεννάει ο νους του ανθρώπου».
Ύστερα ο Μιχάλης, ήπιε νερό κι έκατσε να ξαποστάσει. Πότισε το άλογό του και σαν χόρτασε το βλέμμα του ομορφιά, ξεκίνησε για να γυρίσει στον τόπο του. Κι έζησε αυτός καλά κι εμείς καλύτερα.
Δήμητρα Μπουμποπούλου
[1] (Πηγή: Βασ. Χαρωνίτης, "Η Κρήτη των θρύλων" εκδ. Κρητικά Γράμματα): Από τα πανάρχαια χρόνια κατοίκησαν άνθρωποι σε αυτή την απόμερη γωνιά. Δεν αποκλείεται να ήταν οι Κύδωνες που, σύμφωνα με μια παράδοση ήρθαν από την Αρκαδία και γίνηκαν οι οικιστές του τόπου. / Από αυτή την εποχή πρέπει να άρχισε στο Ακρωτήρι (στη σπηλιά) η λατρεία της Πελασγικής θεάς Άρτεμης σε μορφή αρκούδας. Ο ογκώδης σταλαγμίτης, που βρίσκεται στη μέση της σπηλιάς, θα διαμορφώθηκε σε άγαλμα αρκούδας. Γύρω από αυτόν θα γινόταν η λατρεία και ο χορός της Άρτεμης. Κάθε Φλεβάρη, που γινόταν η γιορτή, έρχονταν κορίτσια της παντρειάς ντυμένα βαθυκίτρινα φορέματα και χόρευαν τον αρκουδοχορό τους, τιμώντας την Άρτεμη. / Ύστερα ήρθε ο χριστιανισμός… Οι παλιές θρησκείες αγωνίστηκαν σκληρά εναντίον του, μα στο τέλος νικήθηκαν. Το Ακρωτήρι με τη σπηλιά, αφιερώθηκε στην Παναγία. Ο γύρω τόπος θεωρήθηκε κατάλληλος για άσκηση και προσευχή… Εδώ γίνηκαν κελιά, σκήτες και καλύβες για αναζήτηση και λατρεία του αληθινού Θεού. Ήταν τόσο αποτραβηγμένοι από τη «χαρμολύπη» τους αυτοί οι πρώτοι μοναχοί, που δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για τα εγκόσμια.
[2] Αυτά λέει ο θρύλος για το μαρμαρωμένο θηρίο (Πηγή: Βασ. Χαρωνίτης, "Η Κρήτη των θρύλων" εκδ. Κρητικά Γράμματα).