
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια γριά. Ζούσε με το γέρο της σε ένα χωριό της Κύπρου. Ήθελε να προσκυνήσει την εικόνα της ‘‘Παναγίας του Κύκκου’’ και να προσευχηθεί για να γιάνει από τους ρευματισμούς. Δεν άντεχε τους πόνους της αρρώστιας.
Μια μέρα, η γριά είπε στον γέρο της: «Θα πάω στο μοναστήρι του Κύκκου. Θα παρακαλέσω την Παναγιά να με γιάνει». «Είσαι με τα καλά σου, γριά; Το μοναστήρι είναι μακριά. Πως θα φτάσεις εκεί;» «Αν δεν πάω, γέρο μου, θα πεθάνω από τους πόνους. Θα πάω με το γείτονά μας, που πουλάει βότανα. Ταξιδεύει κατά κει». «Κάνε όπως θες, γυναίκα. Μα, αν πιάσει κακοκαιρία στο δρόμο, θα αργήσετε να φτάσετε. Κι εσύ είσαι άρρωστη…»
Το άλλο πρωί η γριά με τον έμπορα ξεκίνησαν με το κάρο το ταξίδι τους. Στο δρόμο ο έμπορας τη ρώτησε: «Τι ξέρεις, κυρούλα, για την Παναγιά του Κύκκου; Πως βρέθηκε στα μέρη μας;»
Η γριά είπε: «Την εικόνα της Παναγίας ο Ευαγγελιστής Λουκάς την πήγε στην Αίγυπτο - μετά το θάνατο της Παναγίας - σε σπίτι δύο χριστιανών. Άραβες κουρσάροι έπιασαν τους Χριστιανούς για σκλάβους. Δύο βυζαντινά πλεούμενα επιτέθηκαν στους κουρσάρους και διέσωσαν την εικόνα. Την πήγαν στην Κωνσταντινούπολη στον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό.
Κάποτε ο Αλέξιος έστειλε στην Κύπρο το Δούκα Εμμανουήλ Βουτομύτη, για να κυβερνήσει. Μια μέρα ο Βουτομύτης βγήκε για κυνήγι στο βουνό. Ξεμάκρυνε από τους συντρόφους του. Είδε μια σπηλιά. Εκεί ασκήτευε ένας γέροντας μοναχός, ο Ισαΐας. Ο Βουτομύτης τον ρώτησε: «Γέροντα, μήπως είδες τη συνοδεία μου;» Ο Ισαΐας δεν αποκρίθηκε. Τότε θύμωσε ο Βουτομύτης. Χτύπησε με αγριότητα τον ασκητή και έφυγε.
Σε λίγες μέρες ο Δούκας έπαθε παράλυση. Είδε στον ύπνο του ότι, για να γιάνει, πρέπει να ζητήσει συγχώρεση από τον ασκητή. Το έκανε και θεραπεύτηκε. Κι ο Ισαΐας είδε σε όραμα την Παναγία, που του είπε: ‘‘Να πάτε με τον Δούκα στην Κωνσταντινούπολη. Να φέρετε την εικόνα μου στην Κύπρο’’. Έτσι κι έκαμαν.
Σαν έφτασαν με τον Δούκα στην Πόλη, ο Αλέξιος δεν ήθελε να δώσει την εικόνα της Παναγίας. Τότε η θυγατέρα του αρρώστησε. ‘‘Παράλυση’’, είπαν οι γιατροί. Κανένας δεν μπορούσε να την γιάνει. Ο Αλέξιος μετάνιωσε. Έδωσε την εικόνα στον ασκητή, για να θεραπεύσει την κόρη του. Του έδωσε και λεφτά για να κτίσει εκκλησία». Αυτά είπε η γριούλα και σώπασε.
Ύστερα συνέχισαν το δρόμο τους κι έφτασαν σε ένα πανδοχείο. Μπήκανε μέσα και κάθισαν να φάνε. Ο έμπορας είπε: «Θα ξαποστάσουμε εδώ απόψε, κυρούλα. Αλήθεια, γιατί θες να πας στο προσκύνημα;» «Έχω κάνει τάμα, γιε μου. Η εικόνα του Κύκκου είναι θαυματουργή. Η Παναγία θα με βοηθήσει».
Το άλλο πρωί η γριά με τον έμπορα συνέχισαν το ταξίδι. Στο δρόμο έπιασε νεροποντή. Ο έμπορας έψαχνε να βρει καταφύγιο, για να προστατευτούν από τη βροχή. Είδε ένα καλύβι μέσα στο δάσος. Χτύπησε την πόρτα και άνοιξε ένα γεροντάκι. Τους έμπασε μέσα. Το γεροντάκι τους έδωσε ζεστά ρούχα, έριξε ξύλα στο τζάκι και είπε: «Δεν είδατε τον καιρό; Φαινόταν ότι θα έριχνε πολύ νερό. Που πηγαίνετε;» Το παλικάρι είπε: «Πάμε στην Παναγία του Κύκκου».
Η γριά στο μεταξύ έβαλε πυρετό. Έτρεμε σύγκορμα. Ο έμπορας είπε: «Έχω βοτάνια για τη θέρμη. Θα φέρω τα σακιά μέσα. Τα έχω σκεπάσει. Αν πάρουν υγρασία, θα χαλάσουν. Θα της βράσω ένα θαματουργό βότανο». Έτσι, ο έμπορας βρήκε το βοτάνι και το έβρασε. Έδωσε το αφέψημα στη γριά. Εκείνη το ήπιε. Τη σκέπασαν με μάλλινη βελέντζα κι αποκοιμήθηκε.
Το γεροντάκι είπε στον έμπορα: «Μόλις φτάσετε στο δάσος κοντά στο μοναστήρι, πρόσεχε! Είναι λημέρι ληστών! Γιάντα πήρες μαζί σου τη γριά;» «Έχει κάνει τάμα στην Παναγία του Κύκκου, γέροντα». «Η εικόνα Της είναι θαυματουργή, παλικάρι μου. Κάποτε με έγιανε από σοβαρή αρρώστια. Άντε, πέσε να ξαποστάσεις. Η βροχή κρατάει ακόμα». Ο έμπορας έπεσε κι αποκοιμήθηκε.
Το άλλο πρωί το γεροντάκι ξύπνησε το παλικάρι. Η γριά είχε συνέρθει από τον πυρετό. Μα πονούσε από τα ρευματικά της. Ο έμπορας της είπε: «Αν πονάς, θα συνεχίσω μόνος, για να προλάβω το πανηγύρι». «Μαζί θα συνεχίσουμε», του είπε η γριά.
Έτσι, ξεκίνησαν και το γιόμα έφτασαν στο δάσος κοντά στη μονή του Κύκκου. Ο έμπορας κοιτούσε γύρω ανήσυχος. Θυμότανε την ορμήνια του γέρου. Μα έπρεπε να περάσουν μέσα από το δάσος. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Εκεί που πήγαιναν, να σου μπροστά τους τρεις ληστές. Τους έκλεισαν το δρόμο. Λένε στον έμπορα: «Δώσε μας ό,τι λεφτά έχεις». Εκείνος είπε: «Αυτά έχω… Πάρτε τα!» Οι ληστές τα βρήκαν του λένε: «Θα πάρουμε το άλογό σου και το κάρο. Κατεβείτε!» Ο έμπορας δεν ήξερε τι να κάνει. Τότε η γριά είπε στους ληστές: «Πάμε στο μοναστήρι της Παναγίας. Δε φοβόσαστε εσείς; Να αρπάζετε την περιουσία και τους κόπους των άλλων; Φύγετε κι αφήστε μας να περάσουμε, γιατί σας βλέπει ο Θεός».
Ο αρχιληστής της είπε: «Γριά, σφάλισε το στόμα σου και κατέβα από το κάρο. Κι εσύ, παλικάρι, κάμε το ίδιο». Μετά σήκωσε το τουφέκι του και σημάδεψε τον έμπορα. Το παλικάρι κατέβηκε από το άλογο. Η γριά προσευχόταν από μέσα της στην Παναγία να τους γλιτώσει.
Άξαφνα παρουσιάζεται μπροστά στο ληστή μια γυναίκα ντυμένη στα λευκά, λουσμένη στο φως. Του λέει: «Κατέβασε το τουφέκι, πάρε τους ανθρώπους σου και φύγε. Αν δεν υπακούσεις, θα σε βρει μεγάλο κακό». Ο ληστής σάστισε. Έστρεψε το τουφέκι προς το μέρος της. Τότε τα χέρια και τα πόδια του παρέλυσαν. Έπεσε καταγής με πόνους σε όλο του το κορμί. Οι άλλοι δύο ληστές φοβήθηκαν και το έβαλαν στα πόδια.
Η λευκοντυμένη γυναίκα είπε στο ληστή: «Οι φίλοι σου σε άφησαν. Αν μετανοήσεις και υποσχεθείς ότι θα αλλάξεις ζωή, θα σε γιάνω». Ο ληστής είπε: «Ποια είσαι κυρά;» «Είμαι η Παναγία του Κύκκου. Σε περιμένω στο μοναστήρι μου να προσκυνήσεις», είπε Εκείνη και χάθηκε. Τότε ο ληστής δάκρυσε και το θαύμα έγινε. Έγιανε από την παράλυση. Σηκώθηκε κι έφυγε με πορεία προς το μοναστήρι, χωρίς να πει λέξη.
Ο έμπορας δεν πίστευε στα μάτια του. Κοιτούσε τη γριά σαστισμένος. «Πάμε!» του είπε εκείνη και συνέχισαν το δρόμο τους. Το βράδυ έφτασαν στην πύλη του μοναστηριού. Προσκυνητές είχαν μαζευτεί εκεί και μικροπωλητές με τους πάγκους τους. Ο έμπορας είπε στη γριά: «Θα προσκυνήσω και θα στήσω εκεί τον πάγκο μου». Εκείνη του λέει: «Μετά τη λειτουργία θα έρθω να σε βρω». Έτσι κι έκαμαν.
Η γριά είδε πολλά θαύματα μέσα στην εκκλησιά. Είδε τον ληστή κάτω από την εικόνα της Παναγιάς να προσεύχεται. Έγιανε κι από την αρρώστια της. Ο έμπορας πούλησε την πραμάτεια του. Το χάραμα πήραν οι δυο τους δρόμο του γυρισμού. Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Δήμητρα Μπουμποπούλου