
Μια φορά κι ένα καιρό, σε ένα χωριό του Ταϋγέτου ζούσε η Μαρία σε ένα φτωχόσπιτο. Οι γονείς της είχανε πεθάνει. Η Μαρία ήθελε να φτάσει στην κορυφή του Ταϋγέτου, στον Πενταδάχτυλο. Το είχε τάξει στην Παναγία.
Μια μέρα του φθινοπώρου η Μαρία αποφάσισε να ανέβει στην κορυφή του βουνού. Ντύθηκε την μάλλινη κάπα της, πήρε μια γκλίτσα για στήριγμα, έβαλε στο ταγάρι της ξερά σύκα, λάδι, ψωμί και ξεκίνησε.
Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε, περπάτησε χωρίς να ξαποστάσει, ώσπου κουράστηκε. Σταμάτησε να πάρει ανάσα. Τότε είδε έναν γέρο τσοπάνη με ένα αρνάκι. Τη ρώτησε: «Που πας, κυρά μου;» «Γέροντα, θέλω να ανέβω στον Πενταδάχτυλο». «Τι αποκοτιά είναι αυτή, καλή κυρά; Δεν ξέρεις ότι το βουνό έχει λύκους και τσακάλια;» «Το ξέρω, γέροντα, μα το έταξα στην Παναγιά. Άκουσα ότι κάποτε σε τούτο το βουνό περπάτησε ο Αφέντης Χριστός. Θέλω να περπατήσω στα χνάρια του». «Αυτό που άκουσες, κυρά, είναι θρύλος. Μα, αφού το έταξες, θα σε βοηθήσω. Πάρε αυτό το πετσί κατσίκας. Αν κινδυνέψεις, τσίκνισέ το. Θα γίνεις αόρατη». Αυτά είπε ο γέροντας κι έφυγε.
Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε η Μαρία, ώσπου έφτασε έξω από μια καλύβα. Είδε μια γριούλα που έγνεθε. Της λέει: «Καλημέρα, κυρούλα!». Η γριά είπε: «Καλή σου μέρα, κόρη μου. Για πού το έβαλες;» Η Μαρία δεν απάντησε. Μόνο ρώτησε: «Είναι αλήθεια ότι ο Χριστός περπάτησε κάποτε σε τούτα τα μέρη;» Η γριά είπε: «Ο Χριστός είναι παντού. Μα αν μιλάς για εκείνο που λέει η παράδοση, τότε μάλιστα». «Τι λέει η παράδοση, κυρούλα;» «Λέει, κόρη μου, ότι οι Οβραίοι δε σταμάτησαν ποτέ να κυνηγάνε το Χριστό. Σαν αγροίκησαν πως αναστήθηκε, τον πήρανε καταπόδι. Ο Χριστός, όταν τον καταδίωκαν, πέρασε από του Ταϋγέτου τις κορυφές. Τότε ο Ταΰγετος δεν ήτανε ίσαμε τώρα. Ήτανε χαμηλό βουνό. Εκεί που βάδιζε ο Αφέντης Χριστός, άκουσε μια βουή μεγάλη. Συλλογίστηκε ότι οι Οβραίοι ήτανε κοντά. Για να μην τον πιάσουν στα χαμοκλάδια[1], ο Χριστός διέταξε τον Ταΰγετο να ψηλώσει. Στο βουνό έπεσε πούσι, που έφτασε ως την κορυφή του Ταϋγέτου, τον Προφήτη Ηλία. Ύστερα το πούσι σβήστηκε κατά το Λυκοβούνι, πίσω από τον Προφήτη Ηλία. Από τότε ο Ταΰγετος ψήλωσε. Ο Χριστός βρέθηκε στην κορυφή του βουνού κι εκεί γονάτισε. Φαίνονται ακόμα οι γούβες από τα γόνατά του. Στο βράχο, που ακούμπησε το δεξί του χέρι, σχηματίστηκε στην πέτρα μία παλάμη με πέντε δάχτυλα. Στη ρίζα του βράχου τρέχει, μέσα από την καρδιά του, μια νερομάνα με πέντε στόματα. Τη λένε οι ‘‘Πέντε Αυλοί’’. Τον Ταΰγετο τόνε λένε ‘‘Πενταδάχτυλο’’, γιατί τα δάχτυλα του Χριστού στολίζουν στο βουνό[2]». Παραμύθια είναι, παιδί μου. Τα λέγανε οι παλαιοί, για να περνάει η ώρα. Αλλά εσύ, γιατί ρωτάς;»
«Κυρούλα, έταξα στην Παναγιά να φτάσω στην κορφή του βουνού». Η γριά είπε: «Το τάμα είναι υπόσχεση ιερή. Πάρε τούτο το νήμα... Κάμε το κουβάρι. Κάθε που θα το ακουμπάς στο χώμα, εκείνο θα κυλάει ακόμα και στον ανήφορο. Θα σε πάει από μονοπάτια που δεν πατάνε τα άγρια θηρία. Μα υπάρχουνε νεράιδες, νεραϊδοπαίδια και νερότοποι. Για αυτό να προσέχεις. Μην τους μιλήσεις, ό,τι και να σου τάξουνε». Η Μαρία κουβάριασε το νήμα κι ευχαρίστησε τη γριούλα.
Ύστερα η κοπέλα δρόμο πήρε, δρόμο άφησε με το κουβάρι οδηγό, μέχρι που άρχισε να σουρουπώνει. Βρέθηκε δίπλα σε ένα ποτάμι. Κάθισε να ξαποστάσει. Τότε παρουσιάζεται μπροστά της ένα νεραϊδοπαίδι. Της λέει: «Εδώ είναι ο τόπος μου. Αφού πάτησες το ποδάρι σου, θα σε έχω δούλα μου. Θα με υπηρετείς πιστά μέρα και νύχτα, αλλιώς θα σε πνίξω στα νερά του ποταμού». Η Μαρία φοβήθηκε, μα δεν έβγαλε μιλιά. Περίμενε να δει, τι θα κάνει το νεραϊδοπαίδι. Αυτό της λέει: «Έλα στη σπηλιά μου να μαγειρέψεις. Έχω τραπέζι απόψε στις νεράιδες του βουνού». Η Μαρία ακολούθησε το νεραϊδοπαίδι. Σκεφτόταν τι να κάνει, για να του ξεφύγει.
Σαν έφτασαν στη σπηλιά, της λέει το νεραϊδοπαίδι: «Σφάξε τρία κατσίκια. Άναψε φωτιά, βάλε την τσουκάλα και μαγείρεψε. Κάμε τα όλα καταπώς πρέπει. Μα, αν δεν τα κάμεις καλά, τότε μεγάλο κακό θα σε βρει. Εγώ θα κάτσω εδώ να ιδώ την προκοπή σου». Η Μαρία έκανε, όπως την πρόσταξε. Σαν άναψε φωτιά, θυμήθηκε το πετσί, που της έδωσε ο τσοπάνης. Ήθελε να το τσικνίσει, μα το νεραϊδοπαίδι παραμόνευε. Σε μια στιγμή, που εκείνο κοιτούσε αλλού, βγάζει η Μαρία το πετσί από τον κόρφο της και το τσικνίζει. Τότε γίνεται άφαντη. Το νεραϊδοπαίδι γυρίζει και δεν την βλέπει. Η Μαρία το έβλεπε, μα εκείνο δεν μπορούσε να τήνε δει.
Ύστερα άρχισε η κοπέλα να τρέχει μέσα στο δάσος. Το νεραϊδοπαίδι την αναζητούσε. Ακολουθούσε τις πατημασιές της στο χώμα, καθώς είχε βρέξει και ήταν ορατές. Η Μαρία το κατάλαβε κι ανέβηκε σε ένα δέντρο, μέχρι να χάσει το νεραϊδοπαίδι τα ίχνη της. Έτσι γλίτωσε… Εκείνο κουράστηκε να τη γυρεύει και γύρισε στη σπηλιά του.
Είχε νυχτώσει πια για τα καλά… Η Μαρία φοβότανε. Τώρα ξαναέγινε ορατή και δεν είχε πια το πετσί. Κατεβαίνει από το δέντρο και συλλογιότανε: «Πρέπει να βρω κάπου να περάσω τη νύχτα». Σε λίγο ακούει καλπασμό από άλογο. Ένας καβαλάρης παρουσιάζεται μπροστά της με ένα φανάρι στο χέρι. Ήταν κυνηγός. Είχε σκοτώσει ένα ελάφι και το είχε φόρτωμα στο άλογό του. Τη ρωτάει: «Ποια είσαι; Τι γυρεύεις στο δάσος τη νύχτα;» Η Μαρία του λέει: «Πες μου, που να νυχτωθώ απόψε, γιατί δεν ξέρω τον τόπο». Εκείνος της είπε: «Μη φοβάσαι! Έλα μαζί μου στο καταφύγιο».
Η Μαρία ανέβηκε στο άλογο. Μετά από λίγο φτάσανε σε ένα καλύβι. Μπήκανε μέσα κι ο κυνηγός άναψε φωτιά. Ρώτησε στην κοπέλα: «Γιατί βάζεις τη ζωή σου σε κίνδυνο;» Η Μαρία του λέει: «Έτσι κι έτσι έχει η ιστορία μου. Με κόπο έφτασα ως εδώ. Θα συνεχίσω όπως και να έχει». Ο κυνηγός της λέει: «Μακάρι να τα καταφέρεις. Μέτρα τις αντοχές σου. Δεν είναι εύκολο. Χρειάζεται πίστη!». Μετά έφαγαν οι δυο τους κι αποκοιμήθηκαν.
Το πρωί ο κυνηγός λέει στη Μαρία: «Θα συνεχίσω το δρόμο μου. Δε βγήκα στο δάσος μόνο για κυνήγι. Έχω χρέος απέναντι στον πατέρα μου. Ψάχνω γιατρικό για την αρρώστια του. Φρόντισε εσύ το δικό σου χρέος». Ύστερα εκείνος έφυγε κι η Μαρία έμεινε μοναχή.
Δρόμο πήρε η κοπέλα, δρόμο άφησε κι ανηφόρισε το βουνό. Σε λίγο έπιασε στρωτή βροχή. Τα ρούχα της μούσκεψαν. Η υγρασία της περόνιαζε τα κόκαλα. Το κουβάρι, που της είχε δώσει η γριά, για να βρίσκει το δρόμο και να αποφεύγει τα άγρια θηρία, σταμάτησε να κυλάει με τη βροχή. «Τι θα κάνω; Μάλλον έχασα το δρόμο», συλλογιότανε. Κάθισε κάτω από ένα βράχο. Περίμενε να σταματήσει η βροχή. Μα τίποτα… Κατά το σούρουπο η βροχή έπαψε. Τότε πετάγεται μπροστά της ένας λύκος. Η Μαρία τα έχασε. Είπε μέσα της: «Το κουβάρι μπερδεύτηκε και βρέθηκα στα λημέρια των λύκων».
Ο λύκος μίλησε με ανθρώπινη λαλιά και είπε: «Μαρία, ο προφήτης Ηλίας με έστειλε να σε πάω ψηλά στο βουνό. Ανέβα στη ράχη μου και κρατήσου καλά. Θα τρέξουμε! Μη φοβηθείς! Άμα νιώσω ότι τρέμεις, θα σε πετάξω χάμω και θα φύγω».
Η Μαρία στην αρχή δίστασε, μα έπειτα ανέβηκε στη ράχη του λύκου. Εκείνος άρχισε να τρέχει γρήγορα. Η κοπέλα γαντζώθηκε πάνω του. Όσο ανέβαιναν το βουνό, τόσο αυτή γλιστρούσε. Κινδύνευε να πέσει. Τότε φοβήθηκε κι άρχισε να τρέμει. Ο λύκος την έριξε χάμω κι εξαφανίστηκε.
Η Μαρία είχε άλλο τόσο δρόμο για να φτάσει στην κορυφή. Τα κόκαλά της πονούσαν και κρύωνε. Συλλογίστηκε: «Θα παγώσω και θα αφήσω τα κόκαλά μου εδώ. Το κρύο δεν αντέχεται. Τι θα κάνω, Παναγιά μου;» Διαμιάς μια γυναίκα με ολόλευκα ρούχα φάνηκε μπροστά της. Η νύχτα φωτίστηκε. Η Μαρία είπε: «Παναγιά μου, βοήθησέ με!». Έπεσε στα γόνατα κι άρχισε να κλαίει.
Όταν η Μαρία άνοιξε τα μάτια της, βρέθηκε μέσα σε ένα πέτρινο ξωκλήσι. Ήταν μέρα. Τα ρούχα της ήταν στεγνά. Μια κυρούλα στόλιζε με λουλούδια την εικόνα του τέμπλου, του Αγίου Δημητρίου του Μυροβλύτη. «Που βρίσκομαι;» ρώτησε η Μαρία. Η κυρούλα αποκρίθηκε: «Στο εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου ψηλά στο βουνό». «Είναι μακριά η κορυφή του Προφήτη Ηλία, κυρούλα;» «Είναι, κοπέλα μου! Μα σήμερα γιορτάζει ο Άγιος Δημήτριος. Μετά τη λειτουργία, θα σε πάω εκεί με το μουλάρι μου».
Σε λίγο φάνηκε ο παπάς και έκανε τη λειτουργία. Ύστερα, η Μαρία ανέβηκε στο μουλάρι της κυρούλας και ανηφόρισαν το βουνό. Καθώς προχωρούσαν, ένα φίδι δάγκωσε το μουλάρι στην πίσω φτέρνα. Το ζώο τινάχτηκε και σήκωσε τα μπροστινά του πόδια… Οι δύο γυναίκες έπεσαν καταγής. Το μουλάρι έπεσε κι αυτό. Η κυρούλα είπε: «Ήταν φίδι! Χτύπησα και δε μπορώ να σηκωθώ». Η Μαρία είπε: «Πονάει το πόδι μου… Αλίμονο, αν δε βρεθεί κάποιος να μας βοηθήσει!».
Πέρασαν ώρες και κανείς δε φαινόταν. Πριν το σούρουπο, η Μαρία άκουσε χλιμίντρισμα αλόγου. Τότε είδε τον κυνηγό πάνω στο άλογό του. Της είπε: «Μαρία, χτυπήσατε; Θα σας βοηθήσω! Θυμάσαι που έψαχνα γιατρικό για τον πατέρα μου; Το βρήκα. Είναι ένα βοτάνι θαυματουργό. Όποιος πιει από αυτό, ό,τι αρρώστια ή πόνο έχει, ευθύς του περνάει». Τότε ο κυνηγός άναψε μια φωτίτσα. Έβγαλε ένα κατσαρόλι κι έβρασε δυο κλωνάρια από το βοτάνι. Πρόσφερε το αφέψημα στις δύο γυναίκες. Το ήπιαν και ο πόνος τους έγιανε.
Η Μαρία είπε: «Να είσαι καλά, κυνηγέ! Η Παναγιά σε έστειλε. Θα κάνω μια τελευταία προσπάθεια να φτάσω στον Πενταδάχτυλο. Θα γίνει, αν το θέλει ο Θεός. Γιατί από μόνη μου δεν είμαι άξια». «Μαρία, σου το είπα… Χρειάζεται πίστη! Αντίο, τώρα. Ο πατέρας μου με περιμένει», φώναξε και κάλπασε μακριά.
Η κυρούλα είπε στη Μαρία: «Νυχτώνει! Ας ανάψουμε φωτιά να ζεσταθούμε. Σαν ξημερώσει, βλέπουμε τι θα κάνουμε». Έτσι κι έκαναν. Άναψαν φωτιά σε ένα απάνεμο μέρος κι αποκοιμήθηκαν.
Σαν χάραξε η αυγή, η κυρούλα είπε: «Μαρία, πρέπει να γυρίσω στο χωριό μου. Ο δικοί μου θα ανησυχούν. Πάρε αυτό το μονοπάτι και προχώρα ίσα επάνω. Θα δεις τρεχούμενο νερό. Λένε ότι πηγάζει από τους Πέντε Αυλούς, από τη νερομάνα που σχηματίστηκε στο βράχο, όταν ο Αφέντης Χριστός ακούμπησε το χέρι του. Ακολούθησε τη ροή του νερού και θα φτάσεις στον Πενταδάχτυλο». «Σε ευχαριστώ, κυρούλα, που με βοήθησες. Κινδύνεψε η ζωή σου και έχασες το μουλάρι σου. Πως να σου το ανταποδώσω;» «Μαρία, να προσεύχεσαι στην Παναγία να με έχει πάντα καλά». «Θα προσεύχομαι! Καλό δρόμο κυρούλα!»
Ύστερα η Μαρία δρόμο πήρε, δρόμο άφησε, ώσπου βρήκε το τρεχούμενο νερό. Ακολούθησε τη ροή του. Έφτασε στο βράχο που είχε το αποτύπωμα της παλάμης του Κυρίου, όπως πίστευαν οι παλαιοί και εκπλήρωσε το τάμα της. Έκανε το σταυρό της και είπε: «Δόξα να έχεις Παναγία μου, που με βοήθησες να φτάσω ως εδώ. Τώρα πια ξέρω, πως, άμα θέλεις κάτι πολύ, βρίσκεις τον τρόπο…». Κι έζησε αυτή καλά κι εμείς καλύτερα.
Δήμητρα Μπουμποπούλου
[1] Κλαδί δέντρου σε χαμηλό υψόμετρο
[2] Πηγή: «Παραδόσεις του Νικόλαου Πολίτη»