![Ο πασάς, οι καλόγριες και η Παναγία η Χελιδονούσα[1] (Αθήνα)](/media/k2/items/cache/da25ce9ab69c02c1332e0dece99830ef_XL.jpg)
Μια φορά κι έναν καιρό, στα χρόνια της Τουρκιάς ήταν ένας πασάς[2]. Ζούσε στην Αθήνα σε τόπο μέσα στη φύση, γεμάτο δέντρα, και τρεχούμενα νερά. Πάρα πέρα από το σπίτι του πασά, υπήρχε ένα μικρό γυναικείο μοναστήρι με λίγες καλόγριες. Το είχαν χτίσει[3] μέσα στα πλατάνια και τα πεύκα. Ο πασάς γνώριζε ότι οι καλόγριες βοηθάνε στον αγώνα για την απελευθέρωση του Γένους. Ήθελε να καταστρέψει το μοναστήρι. Το θέλημα αυτό, στριφογύριζε στο νου του πασά μέρα-νύχτα.
Μια μέρα ο πασάς κάλεσε τρεις συμβούλους του και είπε: «Θέλω να χαλάσω το μοναστήρι της Παναγίας που βρίσκεται στο ψήλωμα. Τι γνώμη έχετε;» Ο πρώτος σύμβουλος ρώτησε: «Πασά μου, γιατί το επιθυμείς αυτό;» Ο πασάς είπε: «Οι καλόγριες βοηθάνε τους Ρωμιούς στον αγώνα τους για ελευθερία και δε μου αρέσει». Ο δεύτερος σύμβουλος του λέει: «Αν είναι έτσι, πασά μου, έχουμε λόγο να επιτεθούμε στο μοναστήρι». Ο τρίτος σύμβουλος είπε: «Πασά μου, πρέπει να χαλάσουμε στο μοναστήρι… Δε μας συμφέρει οι Ρωμιοί να δέχονται βοήθεια. Μα θα αποκτήσεις κακή φήμη, αν βλάψεις τις καλόγριες. Θα έχεις πιότερους εχθρούς ανάμεσα στους Ρωμιούς».
Ο πασάς, αφού άκουσε τους συμβούλους, είπε: «Αφήστε με μόνο μου να σκεφτώ τι θα πράξω». Οι σύμβουλοι αποχώρησαν. Ο πασάς κάλεσε τον αρχηγό μιας ομάδας του στρατού. Του είπε: «Θέλω να χαλάσεις με τους στρατιώτες σου το μοναστήρι της Παναγιάς. Να μην ατιμάσετε τις καλόγριες. Να τις πάρετε σκλάβες. Μετά θα ιδώ τι θα κάνω με αυτές». Ο αρχηγός ρώτησε: «Πότε θέλεις, πασά μου, να γίνει;» Ο πασάς είπε: «Αύριο τα μεσάνυχτα!». «Αύριο, θα γίνει πασά μου!» είπε αυτός κι έφυγε.
Το άλλο βράδυ μια ομάδα Τούρκων στρατιωτών ξεκίνησε για το μοναστήρι. Οι Ρωμιοί είχαν κλειστεί στα σπίτια τους από νωρίς. Ο τόπος κοντά στο μοναστήρι ήταν ερημικός. Οι Τούρκοι στρατιώτες έφτασαν σε χαμηλό ύψος έξω από τη μονή. Δεν ανέβηκαν στο ψήλωμα. Περίμεναν από τον αρχηγό τους τη διαταγή για να μπουν μέσα. Εκείνος τους είπε: «Τα μεσάνυχτα θα κυκλώσουμε το μοναστήρι. Η διαταγή του πασά είναι να πάρουμε τις καλόγριες όλες σκλάβες. Θα πλησιάσουμε σιγά-σιγά το μοναστήρι, για να τις πιάσουμε στον ύπνο και να μην το σκάσουνε. Όταν τις πάρουμε αιχμάλωτες, θα βάλουμε φωτιά στο χτίσμα».
Στο μεταξύ οι καλόγριες είχανε από ώρα τελειώσει τον εσπερινό κι είχαν ξαπλώσει. Μια μικρή καλόγρια δεν είχε ύπνο. Σηκώθηκε και στάθηκε στο παραθύρι της μονής. Έκανε νοερά την προσευχή της και αγνάντευε. Άξαφνα της φάνηκε ότι είδε μια φωτίτσα στα χαμηλά. Κοίταξε με προσοχή κι είδε κι άλλες μικρές φωτιές. Τα έχασε. Δεν ήξερε τι να κάνει. Είπε: «Να ενοχλήσω την ηγουμένη ή μήπως να περιμένω; Μήπως το φαντάστηκα;» Ρίχνει άλλη μια ματιά και βλέπει τις φωτίτσες να σαλεύουν σα να προχωράνε προς το ψήλωμα και να πλησιάζουν το μοναστήρι». Αλαφιάστηκε… Τρέχει στο κελί της ηγουμένης και χτυπά την πόρτα.
Η ηγουμένη κατάλαβε ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει, για να την ενοχλούν μέσα στη νύχτα. Ανοίγει την πόρτα και βλέπει τη μικρή καλόγρια να την κοιτάει με μάτια ορθάνοιχτα. Έτρεμε, μα δεν έβγαζε άχνα. Της λέει η ηγουμένη: «Τι έπαθες; Μίλα ευλογημένη!» Η καλόγρια είχε χάσει τη λαλιά της από το φόβο. Τράβηξε την ηγουμένη από το χέρι και την πήγε στο παράθυρο. Της έδειξε έξω. Η ηγουμένη κοίταξε από το παράθυρο και σάστισε. Είδε πως οι Τούρκοι κρατούσαν τους δαυλούς με τις φωτιές και πως ήταν πια κοντά στη μονή.
Ευθύς έτρεξε στα άλλα δωμάτια και φώναξε τις καλόγριες να σηκωθούν. Τις κάλεσε στην τραπεζαρία και είπε: «Η ζωή μας, αδερφές μου, βρίσκεται σε κίνδυνο. Δείξτε θάρρος, γιατί Τούρκοι στρατιώτες έχουν ζώσει το μοναστήρι. Δεν έχουμε χρόνο να φύγουμε. Αν βγούμε έξω μας περιμένει ή ατιμασμός ή βέβαιος θάνατος. Σε λίγο οι Τούρκοι θα βρίσκονται στην πόρτα μας. Μέχρι να σπάσουν τις αμπάρες και να μπουν μέσα, πέστε στα γόνατα και παρακαλέστε την Κυρά τη Δέσποινά μας, να μας σώσει. Δεν ξέρω ποιο είναι το θέλημα του Θεού για το μοναστήρι μας… Ας προσευχηθούμε!»
Έτσι οι καλόγριες έκαναν υπακοή στην ηγουμένη τους. Γονάτισαν και έψελναν προσευχές στην Παναγία. Τα δάκρυα έτρεχαν ζεστά στα μάγουλά τους. Δε διέκοψαν την προσευχή, ακόμη κι όταν οι Τούρκοι άρχισαν να χτυπάνε με μανία την πόρτα του μοναστηριού, για να την σπάσουν.
Η ηγουμένη πήγε στα δύο παράθυρα της τραπεζαρίας και τα άνοιξε διάπλατα. Είχε την εσωτερική πληροφορία, έτσι να πράξει. Μετά γονάτισε κι αυτή και προσευχόταν.
Τη στιγμή που οι Τούρκοι στρατιώτες έσπασαν την πόρτα κι όρμησαν μέσα στο μοναστήρι, η Παναγία έκανε το θαύμα της. Μεταμόρφωσε τις καλόγριες σε χελιδόνια. Έξι από αυτά πρόλαβαν και πέταξαν έξω από τα ανοιχτά παράθυρα και σώθηκαν. Τα άλλα τρία χελιδόνια κάθισαν πάνω στην εικόνα της Παναγιάς. Η Δέσποινα του Κόσμου τα τράβηξε με τα χέρια της και τα έβαλε μέσα στην εικόνα, για να την συντροφεύουν.
Το θαύμα αυτό της Παναγίας το είδε με τα μάτια του ένας από τους Τούρκους στρατιώτες, που έφτασε πρώτος στην είσοδο της τραπεζαρίας. Ταράχτηκε… Ένιωσε ότι η εικόνα της Παναγίας έπρεπε να σωθεί με κάθε τρόπο. Την άρπαξε στα χέρια του και την πέταξε κάτω από το παράθυρο μέσα στα δέντρα και τη βλάστηση. Κανένας δεν πρόλαβε να τον δει.
Οι άλλοι Τούρκοι στρατιώτες φώναζαν κι έψαχναν σαν τρελοί να βρουν τις καλόγριες. Όταν δε βρήκαν καμία, έβαλαν φωτιά στο μοναστήρι. Λαμπάδιασε όλο το χτίσμα. Ό,τι ιερά βιβλία, σκεύη ή κειμήλια υπήρχαν εκεί μέσα κάηκαν. Δεν έμειναν παρά μόνο τα αποκαΐδια.
Όσο για την εικόνα της Παναγίας της Χελιδονούσας, κανείς δεν ξέρει τι απέγινε. Ίσως κάποιος χριστιανός τη βρήκε και τη διέσωσε. Στη θέση του μοναστηριού σήμερα υπάρχει ένα μικρό ξωκλήσι της Παναγίας της Χελιδονούς[4]. Η εικόνα της Παναγίας, λέγεται ‘‘Χελιδονούσα’’. Έχει παράσταση δεξιά κι αριστερά της στο πάνω μέρος δύο χελιδόνια. Το τρίτο χελιδόνι το κρατά στο δεξί της χέρι η Παναγία η Δέσποινα, ενώ στο αριστερό κρατάει το μικρό Χριστό. Η Χάρη Της ας προστατεύει όλον τον κόσμο.
Δήμητρα Μπουμποπούλου
________________________________________
[1] Πηγή: διαδίκτυο: www.mixanitouxronou.gr - Στον δρόμο που οδηγεί από το Μενίδι στην Κηφισιά, πάνω στην πλαγιά από όπου κατέβαινε παλαιότερα ένα γεμάτο πεύκα και πλατάνια ρέμα, βρίσκεται το μονύδριο της Παναγίας της Χελιδονούς!... / Άλλοι θέλουν το όνομα να οφείλεται στην οικογένεια Χελιδώνη, κάποιοι στον αρχαίο Δήμο Χελιδονίας, ενώ οι περισσότεροι στηρίζουν θρύλους για ένα χελιδόνι που στα χρόνια της Τουρκοκρατίας έσωσε χριστιανούς που κινδύνευαν ή υπήρξε μάρτυρας θαυμάτων. / Ένας από τους παλαιότερους ιδιοκτήτες της περιοχής, ο μπαρμπα-Γιώργης Διονυσιώτης, επιμένει ότι, όταν ένα μουγκό κοριτσάκι επισκέφτηκε το εκκλησάκι, αντίκρισε ένα χελιδόνι και αναφώνησε: «Ένα χελιδόνι, ένα χελιδόνι!» / Πολύ κοντά στην Κηφισιά υπήρχε το Νυμφαίο, σπήλαιο λατρείας των Νυμφών, όπου τελούνταν τελετές. Ίσως τα φυτά, τα δέντρα και τα άφθονα νερά, που έτρεχαν μέσα και γύρω από το σπήλαιο, να δημιουργούσαν τον ιδανικό χώρο για τη λατρεία των Νυμφών. Οι λαϊκοί θρύλοι ήθελαν στο ρέμα της Χελιδονούς να υπάρχουν νεράιδες και δράκοι. Λέγεται ότι κάποτε ένας μοναχός - δεν διέσωσε η παράδοση το όνομά του - που διέμενε σε μια καλύβα στον Κηφισό κυνήγησε με ξόρκια τις νεράιδες. Τις έκλεισε σε μια σπηλιά και ο Σταυρωμένος του ιερού τις φόβιζε. Κόντεψαν να πεθάνουν από πείνα και δίψα. Μια γυναίκα μαυροφορεμένη τις έκλεισε μέσα στο πέπλο της. Όταν το άνοιξε, πλήθος χελιδόνια πέταξαν στον ουρανό. Μια ακόμη εκδοχή για την προέλευση του ονόματος της Χελιδονούς!...
[2] Πηγή: διαδίκτυο: www.mixanitouxronou.gr - Πρόκειται για τον πασά του Μενιδίου. / Ξένοι περιηγητές που επισκέφθηκαν την Αττική στα μέσα του 19ου αιώνα υπέκυψαν στη γοητεία των θρύλων. Ο ερευνητής Στέλιος Μουζάκης παραδίδει έναν όμορφο θρύλο. Αναφέρει ότι στα χρόνια της Τουρκοκρατίας μόναζαν στο μικρό μοναστήρι λίγες καλόγριες. Ο πασάς του Μενιδίου θέλησε να το καταστρέψει και να τις ατιμάσει. Εκείνες παρακάλεσαν την Παναγία να τις σώσει. Η Παναγία τις άκουσε και τις μεταμόρφωσε σε χελιδόνια.
[3] Πηγή: διαδίκτυο: www.mixanitouxronou.gr - Αρχιτεκτονικό στοιχείο που κάνει τη Χελιδονού της Αττικής πιο ελκυστική είναι το περίφημο «φωτάναμα». Έτσι καλείται κελί ή χώρος που βρισκόταν συνήθως μέσα στον περίβολο του μοναστηριού, όπου κατέφευγαν οι μοναχοί κατά τη διάρκεια των ολονυκτιών και εκ περιτροπής για να ζεσταίνονται και να πίνουν μια κούπα ζεστό ρόφημα τις παγερές νύχτες του χειμώνα. Επρόκειτο για βοηθητικά κτίσματα μοναστηριών, κυρίως σε ορεινές ή ημιορεινές περιοχές, όπου σημειώνονταν μεγάλες διαφορές θερμοκρασιών. Όπως κατέγραψε ο Στέλιος Μουζακίτης, στα ελάχιστα «φωτανάματα» που έχουν καταγραφεί, αυτό της Χελιδονούς ξεχωρίζει διότι είναι το πρώτο που εντοπίζεται σε σπήλαιο.
[4] Αν βρεθείτε ποτέ στην Κηφισιά, αξίζει τον κόπο να πάτε στο ξωκλήσι της Παναγίας της Χελιδονούς. Παλαιότερα γιόρταζε την Πρωτομαγιά και στις 23 Αυγούστου, ημέρα γιορτής της Μετάστασης της Θεοτόκου. Από την περίοδο της Κατοχής του 1940 η Χελιδονού εορτάζεται στις 15 Αυγούστου, ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.