![Η Αγγελική κι η Παναγία η Κεριώτισσα[1] (Ζάκυνθος)](/media/k2/items/cache/f84373c9636e48abfef329094876f0b2_XL.jpg)
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν η Αγγελική. Ζούσε στη Ζάκυνθο με την εφτάχρονη κόρη της, την Ελπίδα. Είχε χάσει τον άντρα της. Κάποτε το κορίτσι της αρρώστησε κι έμεινε παράλυτο. Η Αγγελική έκλαιγε και στενοχωριόταν. Ήθελε να γίνει καλά το παιδί της.
Μια μέρα μια γριά γειτόνισσα πήγε στο σπίτι της Αγγελικής. Τη βρήκε να κλαίει. Της είπε: «Τι καταφέρνεις με τα κλάματα; Σε βλέπει η κόρη σου και στενοχωριέται. Δε φτάνει που έπαθε εκείνη, θέλεις να αρρωστήσεις κι εσύ; Αυτό έλειπε». Η Αγγελική είπε: «Σπαράζει η καρδιά μου με την αρρώστια της». «Κόρη μου, μόνο ο Θεός μπορεί να την γιάνει, αν το θέλει. Αν έχεις πίστη, η Ελπίδα θα γίνει καλά». «Πως κυρούλα;»
«Να πας την Ελπίδα στην Παναγία την Κεριώτισσα. Η εικόνα της είναι θαυματουργή. Βρέθηκε[2] από έναν βοσκό. Αυτός έβοσκε τα πρόβατά του κάθε μέρα στον ίδιο τόπο κι έβλεπε μία λάμψη σε κάτι θάμνους. Μια μέρα πήγε κι έβαλε φωτιά στους θάμνους, για να ιδεί τι λάμπει. Βρήκε την εικόνα, που ήτανε διπλή. Στο μπροστά μέρος υπήρχε η Παναγία και στο πίσω μέρος, που μισοκάηκε, ο Άγιος Νικόλαος. Ο βοσκός την πήρε και τη φύλαξε στο σπίτι του. Την άλλη μέρα η εικόνα έλειπε. Όταν πήγε ο βοσκός να βοσκήσει τα πρόβατά του, τη βρήκε πάλι στον ίδιο τόπο[3]. Την πήγε στο χωριό του. Διηγήθηκε στους χωρικούς τι έγινε. Οι χωρικοί, για να φυλάξουν την εικόνα στο μέρος που βρέθηκε, αποφάσισαν να χτίσουν μοναστήρι».
Η Αγγελική είπε: «Έχω ακούσει για την Παναγία την Κεριώτισσα. Γιατί ονομάστηκε έτσι;» Η γριά αποκρίθηκε: «Ονομάστηκε ‘‘Κεριώτισσα’’ από το χωριό Κερί, όπου βρίσκεται. Ίσως κι από τα κεριά που ανάβουν οι προσκυνητές στη μνήμη Της. Γιορτάζει τη Δευτέρα του Πάσχα. Τότε γίνεται η λιτανεία της εικόνας στο χωριό και πανηγύρι για να την τιμήσουν. Πολύς κόσμος πηγαίνει στο προσκύνημα από το νησί μας κι από άλλα μέρη». «Σε ευχαριστώ, κυρούλα, για την ορμήνια σου. Είσαι σοφή γυναίκα». «Να πάρεις, κόρη μου, πενήντα εννέα κεριά, να ανάψεις στην Παναγία. Τόσα ήταν και τα χρόνια της ζωής Της σε τούτον τον κόσμο. Να μοιράσεις άρτους, για να έχει ευλογία η κόρη σου. Πάω τώρα στο γέρο μου, γιατί άργησα».
Η γριά έφυγε κι η Αγγελική έμεινε μόνη. Η Δευτέρα του Πάσχα κοντοζύγωνε κι ήθελε να ετοιμαστεί για το προσκύνημα. Ζύμωσε τους άρτους κι ετοίμασε τα ταξίματα. Είπε στην κόρη της: «Ελπίδα, το πρωί θα περάσει ο μπάρμπα Γιάννης να μας πάει με το κάρο στο χωριό Κερί στην Παναγία. Να προσευχηθείς και να Της ζητήσεις ό,τι ποθείς. Είναι η μάνα όλων των ανθρώπων και ακούει τις επιθυμίες τους». Η μικρή είπε: «Εντάξει, μανούλα!».
Το άλλο πρωί η Αγγελική ανέβασε την Ελπίδα στο κάρο του μπάρμπα Γιάννη. Φόρτωσε το κοφίνι με τους άρτους και ξεκίνησαν για το Κερί. Στο δρόμο η Αγγελική ρώτησε: «Έχεις πάει στην Παναγία την Κεριώτισσα, μπάρμπα Γιάννη;» «Έχω πάει, κόρη μου! Είδα πράματα και θάματα. Είδα τη λιτανεία της εικόνας έξω από την εκκλησιά, τους πιστούς, που προσεύχονταν και άλλους που τηρούσαν τα πατροπαράδοτα έθιμα. Έστρωναν στο δρόμο έξω από την εκκλησιά λευκό τραπεζομάντηλο κι έριχναν πέταλα λουλουδιών επάνω. Τα πέταλα τα μαδούσαν όσοι ήθελαν να ζητήσουν κάτι από την Παναγιά. Όταν έβγαινε η εικόνα από την εκκλησιά, οι βαστάζοι Της την έβαζαν πάνω στο τραπεζομάντηλο. Ο παπάς διάβαζε την παράκληση. Μόλις τελείωνε ο παπάς, οι προσκυνητές πρόσφεραν στην εκκλησία ό,τι είχαν τάξει. Κάποιοι χωρικοί μάζευαν τα πέταλα των λουλουδιών και τα φύλαγαν μέσα σε τούλια, για να τα βάλουν στα κεφάλια των βοδιών τους. Έτσι, δε θα τα τσιμπούσαν οι μύγες το μήνα Μάη. Δοξασίες του λαού είναι αυτές. Τις πίστευαν οι παλαιοί».
«Είδες κάνα θαύμα, μπάρμπα Γιάννη;» «Είδα, κόρη μου, ένα παλικάρι, που έγινε καλά από σοβαρή αρρώστια. Από τη χαρά του φώναζε και διαλαλούσε το θαύμα της Παναγιάς. Οι δικοί του έκλαιγαν από χαρά. Για αυτό, έχε πίστη… Μην χάνεις το θάρρος σου! Για όλους έχει ο Θεός». Ύστερα, το γεροντάκι έδωσε βιτσιά του αλόγου του, να πάει πιο γοργά.
Δρόμο πήραν, δρόμο άφησαν και έφτασαν στο χωριό Κερί. Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν στα δρομάκια του χωριού, προσκυνητές και ντόπιοι. Υπήρχαν και μικροπωλητές με τους πάγκους τους. Η Αγγελική κατέβασε την Ελπίδα από το κάρο και την έβαλε σε μια ξύλινη καρέκλα με ρόδες. Ο μπάρμπα Γιάννης πήρε το κοφίνι με τους άρτους και μπήκαν οι τρεις τους στον περίβολο της εκκλησιάς.
Σε λίγο ο παπάς θα έβγαινε για τη λιτανεία[4] Εικόνας. Τα έθιμα έγιναν, όπως τα είχε περιγράψει το γεροντάκι. Το τραπεζομάντηλο με τα πέταλα των λουλουδιών το είχαν έτοιμο οι πιστοί και περίμεναν. Έγινε η λιτάνευση της εικόνας της Παναγίας. Μετά ο παπάς διάβασε τους άρτους[5] και τους ευλόγησε. Οι βαστάζοι έβαλαν την εικόνα μέσα στην εκκλησιά.
Η Αγγελική έκοψε και μοίρασε τους άρτους. Ύστερα, κράτησε την Ελπίδα αγκαλιά, μπήκε στην εκκλησιά και κάθισαν σε μια καρέκλα. Όταν η λειτουργία τελείωσε, οι πιστοί άρχισαν σιγά-σιγά να φεύγουν. Η Αγγελική πήρε πενήντα εννέα κεριά από το παγκάρι και πήγε μπροστά στο εικόνισμα. Σφήνωσε τα κεριά, μέσα σε ένα μεγάλο σφουγγάρι και το έβαλε μπροστά από την εικόνα στο πάτωμα. Τα άναψε και προσευχήθηκε. Η Ελπίδα προσκύνησε την εικόνα και είπε: «Παναγιά μου, κάνε καλά τα ποδαράκια μου. Κι εγώ θα έρχομαι κάθε χρόνο να προσκυνώ τη Χάρη σου».
Ένας άντρας, που στεκόταν πιο πέρα, κοιτούσε την εικόνα. Η Αγγελική τον ρώτησε: «Θέλετε να προσκυνήσετε;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Θέλω να αγιογραφήσω[6] την εικόνα της Παναγίας της Κεριώτισσας. Μόλις μου δώσατε μια ιδέα για την αγιογράφηση. Με το φως των κεριών η μορφή της Παναγίας εκπέμπει θαλπωρή. Τα κεριά προβάλλουν τη ζεστασιά, την ευσπλαχνία και την εγκαρδιότητα Της. Σας ευχαριστώ!» «Ναι είστε καλά, κύριε!»
Ύστερα η Αγγελική, έβγαλε την Ελπίδα από την εκκλησιά και την κάθισε σε ένα παγκάκι. Μα η μικρή σηκώθηκε και πάτησε στα πόδια της. Άρχισε να περπατάει. Η Αγγελική φώναξε: «Έγινε θαύμα! Παναγία μου, σε ευχαριστώ, που έγιανες το παιδί μου». Ο μπάρμπα Γιάννης, που στεκόταν πιο πέρα, είδε το κορίτσι να περπατάει. Είπε: «Πίστευα ολόψυχα πως θα γινόσουν καλά Ελπίδα. Η Παναγία όλους τους συμπονά. Να έχεις την προστασία Της στη ζωή σου». Η Ελπίδα έκλαιγε από χαρά.
Ύστερα το γεροντάκι, η Αγγελική και το κορίτσι γύρισαν στο χωριό τους. Οι χωριανοί έμαθαν για το θαύμα και δόξασαν την Παναγία. Η Ελπίδα δεν ξέχασε το τάμα που έκανε στη «Δέσποινα την Κεριώτισσα». Κάθε χρόνο, τη Δευτέρα του Πάσχα, πήγαινε στο Κερί και προσκυνούσε τη Χάρη της. Και ζούσε αυτή καλά κι εμείς καλύτερα.
Δήμητρα Μπουμποπούλου
[1] Πηγή: διαδίκτυο: monastiria.gr: Είναι μια από τις ωραιότερες εκκλησίες της Ζακύνθου. Εκεί που βρίσκεται σήμερα η εκκλησία, βρέθηκε η αρχαία εικόνα της Θεοτόκου, δεξιοκρατούσα, που αποτελεί τον μεγάλο θησαυρό του ναού. / Η εκκλησία αυτή άνηκε στη Βενετία. Την παραχώρησε στους κατοίκους του χωριού με δουκικό διάταγμα το 1630. Ο ναός περιέχει έργα τέχνης που αποτελούν δόξα της ζακυνθινής αρχιτεκτονικής. / Στο στηθαίο του γυναικωνίτη της εκκλησίας απεικονίζεται πολυπρόσωπος συνθετικός πίνακας της λιτανείας της εικόνας της Παναγίας της Κεριώτισσας στα χρόνια των Βενετών, έργο αγνώστου ζωγράφου.
[2] Πηγή: διαδίκτυο: monastiria.gr: Η εικόνα βρέθηκε το 1620.
[3] Πηγή: διαδίκτυο: www.gozakynthos.gr - Έτσι οι κάτοικοι του χωριού αποφάσισαν στη θέση αυτή να χτίσουν μοναστήρι και να φυλάξουν μέσα σε αυτό την εικόνα. Στη γιορτή της Παναγίας, την πρώτη και δεύτερη μέρα του Πάσχα, οι κάτοικοι του χωριού διοργανώνουν πανηγύρι με παραδοσιακή μουσική, χορούς και ομιλίες.
[4] Πηγή: διαδίκτυο: Βικιπαίδεια - Ετυμολογικά το όνομα Λιτανεία προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη λιτή (η) (και τα ρήματα λίσσομαι, λίτομαι) που σημαίνει ικεσία, προσευχή. Στο πληθυντικό Λιταί ως κύριο όνομα σήμαιναν τη προσωποποίηση των προσευχών. Παράγωγα αυτών ήταν τα ρήματα λιτανεύω, σπανιότερα λιταίνω, η λιτανεία (=προσευχή - ικεσία) και το επίθετο λιτανός (= ικετευτικός).
[5] Ο άρτος, το βασικό στοιχείο τροφής του ανθρώπου, ευλογήθηκε ιδιαίτερα από τον Χριστό. Στην έρημο ο Κύριος ευλόγησε τους πέντε άρτους (και τα δύο ψάρια) και με αυτά χόρτασαν πέντε χιλιάδες άνδρες, χωρίς να υπολογίζονται οι γυναίκες και τα παιδιά. Στο Μυστικό Δείπνο χρησιμοποιεί τον άρτο για να παραδώσει το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Ο άρτος συμβολίζει ακόμη την Εκκλησία, καθώς τα μέλη της -οι πιστοί- ήταν πριν διεσπαρμένα όπως το σιτάρι στους αγρούς, αλλά δια του Χριστού συνήχθησαν (συγκεντρώθηκαν) σε ένα σώμα. / Η τελετή της αρτοκλασίας ή της «ευλογήσεως των άρτων» είναι παλαιότατη λειτουργική πράξη και έχει τις ρίζες της στους αποστολικούς χρόνους. Θεωρείται κατάλοιπο από τις «αγάπες», τα κοινά γεύματα των πρώτων χριστιανών, που διασώζει και το αρχαίο όνομα της Θείας Ευχαριστίας (κλάσις του άρτου), καθώς και τον τρόπο τεμαχισμού και διανομής της.
[6] Ο Χρήστος Μποκόρος αγιογράφησε την εικόνα της Παναγίας της Κεριώτισσας με κεριά αναμμένα μπροστά της. Από αυτήν την εικόνα εμπνεύστηκα, για να γράψω το παραμύθι. Ο ναός της Παναγίας της Κεριώτισσας βρίσκεται στο νησί της Ζακύνθου. / Ο Γέροντας Γαβριήλ από τη μονή «Ιερό Κάθισμα Δολών» της Μάνης, όταν του είπα ότι θέλω να γράψω παραμύθια για εικόνες της Παναγίας, μου έδειξε την εικόνα της Κεριώτισσας, που στολίζει το αρχονταρίκι του μοναστηριού. Το παραμύθι αυτό το αφιερώνω με αγάπη στο Γέροντα Γαβριήλ και στους συμμοναστές του. / Στην ηλεκτρονική διεύθυνση www.bokoros.gr - βρήκα το κείμενο του αγιογράφου για το πώς εμπνεύστηκε να ζωγραφίσει την εικόνα της Κεριώτισσας. Η ιδέα του δεν έχει καμία σχέση με τα όσα φαντάστηκα κι έγραψα. Γράφει, ο Χρήστος Μποκόρος: «Πριν από κάνα μήνα μου τηλεφώνησε ο Νίκος ο Ξυδάκης από την "Καθημερινή" και μου ζήτησε να ενδώσω στην πρόκληση μιας Παναγίας. Να Τη ζωγραφίσω, είπε, για τη γιορτή Της, τον δεκαπενταύγουστο. Βιάστηκα να του απαντήσω ότι είμαι χωμένος βαθειά μέσα στα έργα της έκθεσης που ετοιμάζω για τον Δεκέμβρη στο μουσείο Μπενάκη, ότι δεν έχω χρόνο ούτε μυαλό για κάτι άλλο. Λες κι η ζωγραφική γίνεται μόνο με χρόνο και μυαλό! / Μιλούσα εκείνες τις μέρες με το "Σαμιωτάκι", τον "ευμάθιο" Βαγγέλη Ζουρνατζή, και μού έστειλε ψηφιακά κάποιες Παναγίες από το πολύτιμο αρχείο του, επιμελώς σχολιασμένες. Δεόμενες σκεφτόμουν στην αρχή ή καμιάν Οδηγήτρια αρχετυπική, χωρίς παιδί στα χέρια, αλλά η "Καρδιώτισσα" μου έγνεφε μυστικά κι όλο σε αυτήν επέστρεφε το βλέμμα μου. […] Την πήρα ένα βράδυ, απεγνωσμένος από τα άλλα έργα μου κι απ' τα παθήματά μου, νύχτα βαθειά, Την έστρεψα ανάποδα, ταπείνωσα το λαμπρό Της ένδυμα κι αφάνισα τον γυιό απ' την αγκαλιά Της. Απόμεινε σκιά δεόμενη, άδεια και μονάχη. / Είθε να με συγχωρέσει ο πολύς Άγγελος ο Κοτάντος, πρωτοψάλτης Χάνδακος και πρωτοϊστοριογράφος πάσης της αυτοκρατορίας, που Την εζωγράφισε δογματικώς και τεχνικώς άρτια εκείνος ο ικανότατος, αλλά εμένα μου φάνηκε ότι, έτσι όπως Την άλλαξα, ταίριαζε περισσότερο στην κατάστασή μας. Εσωστρεφώς σπαρακτική, με ένα κενό στην αγκαλιά, να προσδοκά σε μιαν απεγνωσμένη δέηση εξ ονόματος όλων μας και να μας απευθύνει, το σπουδαιότερο, την τρυφερότητά Της. / Την άλλη μέρα ασπάστηκα το μάγουλο κι έφυγε το σημάδι, φωτίστηκε το βλέμμα της και ρόδισαν τα χείλη. Γέμισα φλόγες φωτεινές τη σκοτεινή Της αγκαλιά και το μαφόριο. Κι έλαμψε η Παναγία των κεριών, ολόφωτη. Μια φλογισμένη μαυροφόρα. ''Κεριώτισσα'' Την είπα - ο απατεών επ' αγαθώ - και δέομαι στη χάρη Της εν μετανοία. (Χρήστος Μποκόρος - Καστέλλα, το δύσκολο καλοκαίρι του 2013).