Το 1977 διορίστηκα ως δάσκαλος στα Βεργαδέικα Λακωνίας, έναν συνοικισμό του Λογκανίκου στο Β. Ταΰγετο. Το σχολείο ήταν μια αποθήκη της εκκλησίας, δίπλα ακριβώς από το ναό, στην πλατειούλα του χωριού. Ένα χτίσμα χαμηλό, με κεραμίδια, μια αιθουσούλα διδασκαλίας κι ένα μικρό δωματιάκι για γραφείο. Το χωριουδάκι λίγα σπίτια, λίγοι άνθρωποι, πολλή αγάπη και ζεστασιά και 23 παιδιά μαθητές του 1/θεσίου Δημοτικού Σχολείου Βεργαδεΐκων.
Το Φεβρουάριο του 1977 είχα απολυθεί από φαντάρος (28 μήνες θητεία 1974 – 1977) και διορίστηκα σχεδόν αμέσως, αφού τότε τα σχολεία ΟΛΑ ήταν ακόμα ανοιχτά και δεν υπήρχε πρόβλημα αδιοριστίας.
Πριν ακόμα ανοίξουν τα σχολεία ανεβήκαμε με τη συγκοινωνία (αυτοκίνητο ΙΧ ΔΕΝ υπήρχε διαθέσιμο-φτώχεια γαρ) με τη γυναίκα μου τη Βούλα στον Λογκανίκο, προκειμένου να βρούμε σπίτι για να μένουμε. Η γυναίκα μου, δασκάλα κι εκείνη, είχε διοριστεί στο Λογκανίκο, ο οποίος διατηρούσε ακόμα τότε 3/θέσιο Σχολείο με διευθυντή τον αείμνηστο Βαγγέλη Μουστάκη.
Στον Λογκανίκο δεν είχαμε ξαναπάει ΠΟΤΕ. Πανέμορφο χωριό, με ζωή και φιλόξενους κατοίκους που αμέσως ενδιαφέρθηκαν να μας αγκαλιάσουν και να μας λύσουν το πρόβλημα κατοικίας. Πλην όμως τα ανοιχτά σπίτια του χωριού δεν διέθεταν δωμάτια για ενοικίαση και οι νοικοκύρηδες των κλειστών, οι περισσότεροι, ήταν ξενιτεμένοι. Επί μέρες πολλές ανεβοκατεβαίναμε στον Λογκανίκο, αλλά οι προσπάθειες απέβαιναν άκαρπες. Τα σχολεία άνοιξαν κι εμείς ακόμα ΔΕΝ είχαμε βρει σπίτι. Φεύγαμε το πρωί στις 5, αχάραγα, με το λεωφορείο του ΚΤΕΛ από τη Σπάρτη (ο σταθμός τότε ήταν στην οδό Βρασίδου) και γυρίζαμε, πάλι με το λεωφορείο, στις 5 περίπου το σούρουπο! Ταλαιπωρία αφάνταστη, την οποία όμως αντέχαμε αδιαμαρτύρητα, με τη δύναμη και την αισιοδοξία που έχουν πάντα τα νιάτα. Ήδη είχαμε ένα παιδί μικρό, το οποίο αφήναμε στη φύλαξη και τη φροντίδα των γονιών μου. Τελικά, κάποια στιγμή, με τη μεσολάβηση ενός καλού ανθρώπου, του κυρ Γιάννη του Μουστάκη, προς έναν «αμερικάνο» συγγενή του, βρέθηκε ένα σπίτι παλιό, πέτρινο, πάνω από το σχολείο του Λογκανίκου, το οποίο νοικιάσαμε. Μόνο που ο ξενιτεμένος νοικοκύρης είχε κόψει το ρεύμα για να μην πληρώνει χωρίς λόγο τα πάγια της ΔΕΗ. Έτσι, για 9 περίπου μήνες, μείναμε στο σπίτι αυτό χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, χρησιμοποιώντας τα βράδια μια λάμπα πετρελαίου.
Στο Σχολείο των Βεργαδεΐκων διαδέχτηκα το δάσκαλο Κώστα Παναγιωτόπουλο από τον Λογκανίκο, ο οποίος είχε υπηρετήσει εκεί αρκετά χρόνια! Ο Κώστας μου παρέδωσε το Αρχείο και το Ταμείο του Σχολείου και με ενημέρωσε αναλυτικά για ό,τι χρειαζόταν. Θυμάμαι, όταν ανεβαίναμε πεζοπορώντας τον ανήφορο για το Λογκανίκο, μου υπέδειξε μια πατουλιά στο πλάι του δρόμου λέγοντάς μου:
-Να! Εδώ, άμα κουράζεσαι στον ανήφορο κι έχει καλό καιρό, μπορείς να ξαπλώνεις λιγάκι να παίρνεις μια ανάσα. Αυτό έκανα κι εγώ!!!
Κάθε πρωί, λοιπόν, έπαιρνα το χωματόδρομο από τον Λογκανίκο και σκαπέταγα στα Βεργαδέικα με τα πόδια, ό,τι καιρό κι αν έκανε. Έκανα μάθημα μέχρι αργά το μεσημέρι και μετά ξανάπαιρνα τον ανήφορο για τον Λογκανίκο. ¨Οταν ετοιμάζαμε με τα παιδιά κάποια σχολική γιορτή, ανεβοκατέβαινα άλλη μια φορά το απόγευμα ή το βραδάκι και, θυμάμαι, σαν τελείωναν οι πρόβες, τα παιδάκια μου (οι μαθητές μου) με συνόδευαν ως τον Λογκανίκο με τραγούδια, κουβέντα και αστεία και μετά γύριζαν πίσω στο χωριό τους. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτές τις βαθιά ανθρώπινες στιγμές, τις στιγμές εκείνες που ο Δάσκαλος και οι Μαθητές του φτάνουν στη βαθιά ψυχική ενότητα που καθαγιάζει μια σχέση ζωής μοναδική και ανεπανάληπτη.
Εκεί, στο 1/θέσιο Δημοτικό Σχολείο Βεργαδεΐκων, πήρα το βάπτισμα του πυρός στο «δασκαλίκι». Όπως έλεγα κατοπινά, ως δάσκαλος στα πολυθέσια της Σπάρτης, το 1/θεσιο ήταν το σχολείο όπου «δενότανε το ατσάλι», το σχολείο δηλαδή που σε έκανε ΔΑΣΚΑΛΟ!
Δυο χρόνια στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Τρίπολης είχαμε διδαχθεί τη θεωρία της Διδασκαλίας και είχαμε εκπαιδευτεί πρακτικά στα Πρότυπα Σχολεία της Ακαδημίας αλλά και στα περιφερειακά 1/θέσια και ολιγοθέσια Σχολεία της Τρίπολης. Αλλά η πραγματική θητεία στο 1/θέσιο δεν είχε καμιά σχέση με τις προετοιμασμένες και αποστειρωμένες (σε συνθήκες εργαστηρίου) διδασκαλίες της Ακαδημίας. Θυμάμαι, τις πρώτες μέρες προσπαθούσα με το ρολόι στο χέρι να είμαι συνεπής με τους χρόνους του Ωρολογίου Εβδομαδιαίου Προγράμματος, που κρεμόταν κορνιζαρισμένο στον τοίχο δίπλα από την έδρα. Μέσα σε μαύρη απελπισία διαπίστωσα πως ΔΕΝ υπήρχε περίπτωση να συγχρονίσω την πραγματική διδασκαλία σε 6 τάξεις μέσα στους χρόνους που έβαζε το πρόγραμμα. Αποφάσισα λοιπόν να καταργήσω το πρόγραμμα ως Ωρολόγιο και να κοιτάζω ΜΟΝΟ ποια μαθήματα έπρεπε να διδάξω και σε ποιες τάξεις. Όταν απαλλάχθηκα από το άγχος του χρόνου τότε μόνο μπόρεσα να γίνω ελεύθερος Δάσκαλος και μόνος κύριος της διδασκαλίας. Όσο περνούσε ο καιρός κατακτούσα τεχνικές οργάνωσης της διδασκαλίας που έκαναν το μάθημα παραγωγικό και τη γνώση ουσιαστική καθώς και διδακτικούς αυτοσχεδιασμούς που εξοικονομούσαν χρόνο κι έδιναν ενδιαφέρον στο μάθημα. Κι όλα αυτά χωρίς φωτοτυπικά και χωρίς άλλα βοηθήματα. Δοκίμασα να τυπώνω εργασίες σε αυτοσχέδιο τυπογραφείο που μας είχαν δείξει στην Ακαδημία πώς να το φτιάχνουμε με ζελατίνη κλπ, αλλά ήταν μεγάλη φασαρία και το αποτέλεσμα μηδαμινό. Έτσι το εγκατέλειψα. Χάρις όμως στην πείρα που αποκτούσα, την καλή κατάρτιση που είχαμε πάρει στην Ακαδημία αλλά και την αγάπη για τη δουλειά μου, μετά από μερικούς μήνες οι μαθητές μου μέσα στην αίθουσα λειτουργούσαν σαν μια συγχρονισμένη ορχήστρα κι εγώ αισθανόμουν σαν ένας μαέστρος, που με τις κινήσεις μιας αόρατης μπαγκέτας έβγαζα από τους «μουσικούς» μου το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
Εκτός από τα μαθήματα ΚΑΙ εκδρομές πηγαίναμε σε κοντινές όμορφες τοποθεσίες ΚΑΙ τους εκκλησιασμούς μας κάναμε τακτικά ΚΑΙ τραγούδια λέγαμε με την κιθάρα αλλά ΚΑΙ τις σχολικές γιορτές μας βρίσκαμε χρόνο να προετοιμάζουμε!
Σαν νέος Δάσκαλος με όρεξη και πάθος να υπηρετήσω τα παιδιά του ελληνικού λαού έβαζα ΚΑΙ στις σχολικές γιορτές όλη τη δύναμη της ψυχής μου και τις δυνατότητες που είχα για ένα καλό αποτέλεσμα! Θυμάμαι, παλαιότεροι συνάδελφοι, βλέποντας ή μαθαίνοντας το πάθος μου για τις γιορτές και τις άλλες εκδηλώσεις μου έλεγαν καλόπιστα και συγκαταβατικά:
-Έτσι κάναμε κι εμείς κάποτε! Σε μερικά χρόνια θα σου περάσει!!!
Ευτυχώς (ή δυστυχώς) η «ασθένειά» μου αυτή φαίνεται πως ήταν αγιάτρευτη και κράτησε 35 ολόκληρα χρόνια!
Την 25η Μαρτίου του 1978 έβαλα τα δυνατά μου για να κάνουμε μια καλή γιορτή για το χωριό μας. ΄Ενας γονιός οικοδόμος ήρθε και μας έστησε την παραμονή μια σκηνή με οικοδομική ξυλεία ΜΕΣΑ στην μικρή αίθουσα διδασκαλίας αφού δεν είχαμε άλλο διαθέσιμο χώρο. Βάλαμε γύρω-γύρω τις καρέκλες που έφεραν από τα σπίτια τους τα παιδιά, βγάλαμε έξω τα θρανία και την έδρα για να κερδίσουμε χώρο, στολίσαμε με δάφνες, σημαιούλες και πίνακες ηρώων το χώρο και όλα ήταν έτοιμα. Στο σπίτι του Λογκανίκου, τις προηγούμενες μέρες, είχα (με σκονοχρώματα, πινέλα και χαρτί του μέτρου) ετοιμάσει τα σκηνικά της παράστασης. Το έργο που είχα διαλέξει ήταν ο «Παπα-Θύμιος Βλαχάβας», έργο το οποίο είχα διασκευάσει ο ίδιος, στηριζόμενος σε σχετικό κείμενο που υπήρχε σε κάποιο σχολικό βιβλίο.
Την καθορισμένη μέρα και ώρα οι γονείς και οι λιγοστοί κάτοικοι του χωριού γέμισαν ασφυκτικά τη μικρή και μοναδική αίθουσα του σχολείου. Τα παιδιά, ντυμένα με τις απαραίτητες στολές, απέδιδαν θαυμάσια τους ρόλους τους και ζωντάνευαν την ιστορία του φημισμένου Παπα-Θύμιου Βλαχάβα, ο οποίος πρωτοστάτησε στους αγώνες κατά των Τούρκων στη Θεσσαλία, πριν από την επανάσταση, και πιάστηκε με δόλιο τρόπο από τον Αλή - Πασά, ο οποίος έβαλε τους «γύφτους» να του τσακίσουν ένα-ένα τα κόκαλα, μέσα στην πλατεία των Ιωαννίνων. Όταν η παράσταση έφτασε στο σημείο που οι Τούρκοι τζοχανταραίοι φέρνουν δέσμιο και μαστιγώνοντας το Βλαχάβα μπροστά στον Αλή - Πασά, είδαμε τη μάνα του παιδιού που έπαιζε τον παπα –Θύμιο να «ζορίζεται»! Ίσως κι εγώ, ως σκηνοθέτης, να είχα υπερβεί τα εσκαμμένα ενός σχολικού θεάτρου και να είχα διδάξει τα παιδιά-Τούρκους να εμφανίζονται με φαινομενική σκληρότητα χάριν της αληθοφάνειας. Όταν όμως έφτασε το έργο στο σημείο που ο «γύφτος» κρατώντας ένα βαρύ σφυρί ετοιμάζεται να τσακίσει το χέρι του παπα- Θύμιου, έγινε η απόλυτη ανατροπή:
Εγώ, προκειμένου η σκηνή να είναι αληθοφανής και συγκλονιστική είχα δώσει στο παιδί «παπα-Θύμιο» να κρατά μέσα στη φούχτα του μια χαρτοπετσέτα γεμάτη ντοματοπελτέ και το είχα ορμηνέψει, όταν θα χτυπούσε «ο «γύφτος», να πιέσει τον πελτέ και να σηκώσει ψηλά το χέρι με ανοιχτή την παλάμη, ώστε να φαίνεται ματωμένη. Χτυπάει, λοιπόν, με δύναμη «γύφτος» πάνω στο κούτσουρο, «Αααααχ» κάνει ο «παπα-Θύμιος» σπαραχτικά, σηκώνει ψηλά το χέρι «ματωμένο» από τον πελτέ, πετάγεται πάνω η μάνα του «παπα-Θύμιου» …:
-Άτιμε, λέει στον «γύφτο», ασ’ το παιδί μου κάτω! Τώρα να σε πιάσω και θα δεις!
Και κινείται απειλητικά ξεφωνίζοντας εναντίον του «γύφτου», ο οποίος φοβισμένος αφήνει τον παπα-Θύμιο «αιμορροούντα» στο κούτσουρο, οπισθοχωρεί και είναι έτοιμος να πηδήξει από τη σκηνή και να το βάλει στα πόδια. Αυτομάτως το «Εθνικόν Δράμα» μετεβλήθη σε φαρσοκωμωδία. Γελώντας τρανταχτά οι παριστάμενοι, συγκρατούν την εξαγριωμένη μητέρα, την καθησυχάζουν … «Στα ψέματα το κάνουνε …άσε να τελειώσει το έργο … δεν έχει τίποτε το παιδί …», κάθεται εκείνη στην καρέκλα της, εκτοξεύει ένα «θα σε πιάσω μετά και θα δεις τι θα πάθεις» προς τον πελιδνό «γύφτο», ξαναπιάνουμε το διακοπέν νήμα της παράστασης και την τελειώνουμε «τσάτρα-πάτρα» μέσα σε καταιγισμό χειροκροτημάτων. Ευτυχώς, δεν είχαμε συνέχεια του επεισοδίου, διότι η μάνα του «παπα-Θύμιου» αφού είδε το παιδί της με πλυμένα χέρια να μην έχει πάθει τίποτε ηρέμησε και «απήλθεν οίκαδε» κρατώντας το γιο της αγκαλιά ΚΑΙ με τα δυο της χέρια!!! Και μη φανταστεί κανείς πως επρόκειτο για κάποια γυναίκα με ιδιατερότητες ή γραφική. Μια χαρά άνθρωπος ήταν. Η αγάπη της όμως για το βλαστάρι της σε συνδυασμό με την αθωότητα του χαρακτήρα της και την έλλειψη παραστάσεων, την οδήγησε σ’ αυτήν την αντίδραση.
Εγώ πραγματικά δεν ήξερα τι να αισθανθώ: Λύπη για την «κατάρρευση» της παράστασης ή περηφάνια γιατί η σκηνοθεσία έφτασε σε τέτοιο υψηλό ποιοτικό σημείο που παρέσυρε τους θεατές με την πειστικότητά της.
Το καλοκαίρι, με τη γιορτή της λήξης των μαθημάτων τα πράγματα πήγανε πιο στρωτά: Εκεί είχα γράψει ένα σκετς με τίτλο « Δημοτικό Σχολείο Κουτσουροχωρίου» στο οποίο διεκτραγωδούνταν οι καταστάσεις που ζούσε ένας δάσκαλος στο σχολείο του χωριού κατά την ώρα του μαθήματος. Στην παράσταση αυτή έβγαλα και τα απωθημένα μου κι έπαιξα, για πρώτη και τελευταία φορά, το ρόλο του δασκάλου, με τα παιδιά στο ρόλο των μαθητών. Τα πήγαμε πολύ καλά και πραγματικά οι θεατές ξεκαρδίστηκαν στα γέλια από τις απαντήσεις των μαθητών στις ερωτήσεις του δασκάλου, αλλά και από τις φάρσες που του σκάρωναν μέσα στην τάξη!
Τότε, στα 1977-78, υπήρχε ακόμα ο θεσμός του Επιθεωρητή, ο οποίος επισκεπτόταν τα σχολεία, καθόταν και παρακολουθούσε το μάθημα και ύστερα έγραφε μιαν έκθεση η οποία έμπαινε στον φάκελο του δασκάλου!
Εκεί, λοιπόν, στα Βεργαδέικα, δέχθηκα την πρώτη επιθεώρηση της δασκαλικής μου καριέρας. Άνοιξη του 1978 ήταν. Ήρθε ο Επιθεωρητής, με επιθεώρησε, κουβεντιάσαμε επ’ ολίγον και ύστερα, έτσι όπως στεκόμαστε έξω από το σχολείο, κοίταξε πάνω την πλαγιά προς τον Λογκανίκο, έβγαλε έναν αναστεναγμό και είπε:
- Πο πο τι ομορφιά! Μια χαρά είσαι εδώ πάνω...!
Αφού το ’πε και το ξανάπε, έφυγε για τον Λογκανίκο. Χτύπησε στον ανήφορο το αυτοκίνητό του σε μια κοτρόνα κι έμεινε στη μέση του δρόμου. Πήγε με τα πόδια στον Λογκανίκο, ήρθαν οι δάσκαλοι του σχολείου και του μάζεψαν το αυτοκίνητο. Έτσι έμαθε πόσο «καλά» με είχε τοποθετήσει, ζευγάρι δασκάλων με ένα παιδί τότε, που το αφήναμε στους γονείς μου στη Σπάρτη, και ανεβοκατεβαίναμε με το λεωφορείο μέρα παρά μέρα για να το βλέπουμε, την ώρα που με πολιτικές παρεμβάσεις είχε διορίσει άλλους, ανύπαντρους και ανύπαντρες, χωρίς υποχρεώσεις σε θέσεις κοντά στη Σπάρτη. Θα μπορούσε, τουλάχιστον τη γυναίκα μου, να την έχει τοποθετήσει κάπου πιο κοντά, ώστε να βλέπει και να φροντίζει το παιδί. Ας είναι! Δεν του κράτησα ποτέ κακία.Ήταν κι αυτός θύμα μιας «άρρωστης» κατάστασης που και σήμερα επιζεί και που τον ανάγκαζε να συμβιβάζεται, να ελίσσεται και να υποτάσσεται, μερικές φορές, στις θελήσεις των εκάστοτε κομματαρχών. Άλλωστε μου είχε ιδιαίτερη εκτίμηση και σε δυο – τρεις εκθέσεις που μου είχε κάνει με είχε βαθμολογήσει με «Άριστα»!
Ένα μόλις χρόνο έμεινα στα Βεργαδέικα αλλά η ψυχή μου ακόμα εκεί περιδιαβάζει! Την επόμενη χρονιά πήρα οριστική τοποθέτηση στο 1/θέσιο Δημοτικό Σχολείο Βουτιάνων όπου έμεινα 17 ολόκληρα χρόνια!
Αυτά τα λίγα για να μαθαίνουν οι νεότεροι δάσκαλοι, να θυμούνται οι παλιοί και να αναθυμάται η κοινωνία -διαχρονικά - την προσφορά του Έλληνα Δασκάλου.
Σημειωτέον ότι οι παλαιότεροι από μας δάσκαλοι πέρασαν ακόμα πιο μαρτυρικά χρόνια για να μάθουν γράμματα τα Ελληνόπουλα στις εσχατιές της Ελλάδας μας. Και η ελληνική πολιτεία γι' αυτή μας την προσφορά, για το λειτούργημα το μέγα αυτό και ανεπανάληπτο, μας αντάμειβε πάντα με ψίχουλα, με αστυνόμευση, καταπίεση και τρομοκρατία και με μεγάλες κουβέντες.
Ας είναι. Εμείς, ό,τι κάναμε το κάναμε γιατί το πιστεύαμε και γιατί αγαπούσαμε τα παιδιά, αγαπούσαμε τον λαό (παιδιά του οποίου ήμαστε κι εμείς), αγαπούσαμε και το «δασκαλίκι». Και ΠΑΝΤΑ είχαμε σαν οδηγό και σαν προσευχή την παρότρυνση του Κωστή Παλαμά!
Στον Δάσκαλο
Του Κωστή Παλαμά
Σμίλεψε πάλι, δάσκαλε, ψυχές!
Κι ότι σ’ απόμεινε ακόμη στη ζωή σου,
Μην τ’ αρνηθείς! Θυσίασέ το ως τη στερνή πνοή σου!
Χτισ’ το παλάτι, δάσκαλε σοφέ!
Κι αν λίγη δύναμη μεσ’ το κορμί σου μένει, Μην κουρασθείς.
Είν’ η ψυχή σου ατσαλωμένη.
Θέμελα βάλε τώρα πιο βαθειά,
Ο πόλεμος να μη μπορεί να τα γκρεμίσει.
Σκάψε βαθειά.Τι κι’ αν πολλοί σ’ έχουνε λησμονήσει;
Θα θυμηθούνε κάποτε κι αυτοί
Τα βάρη που κρατάς σαν ‘Ατλαντας στην πλάτη,
Υπομονή! Χτίζε, σοφέ, της κοινωνίας το παλάτι!




