Τις αποκριές, ο πατέρας μου ο Παναγιώτης, μερακλής άνθρωπος γεμάτος αισθήματα κι ευαισθησίες, έβγαζε στον κήπο του φτωχικού μας σπιτιού το γραμμόφωνο, το 'βαζε πάνω σ' ένα παλιό κασόνι, το κούρδιζε, έβαζε τις πλάκες με τα ωραία παλιά τραγούδια κάτω απ΄ τη βελόνα κι αντηχούσε ο κήπος και η γειτονιά από μεράκια και πενιές.
Στο πλάι, έστρωνε η μάνα μου αποκριάτικο τραπέζι κι όταν αποτρώγαμε ο πατέρας μου, αφού είχε ζαλίσει το κεφάλι του με δυνατό κρασί, έβαζε στο γραμμόφωνο τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» και τη χόρευε μέσα στον κήπο, ανάμεσα στα κουκιά και τα σινάπια, μ' εκείνο το υπέροχο ζεϊμπέκικό του με τα μικρά «μεθυσμένα» βήματα και τις στροφές και με τα χέρια τα ανοιχτά σαν φτερούγες ψηλοπέτη αετού, με τα μάτια συνέχεια καρφωμένα κάτω στο χώμα σαν κάτι να 'βλεπε εκεί, σαν κάτι να φοβόταν, που γύρευε να το ξορκίσει και να το νικήσει με τα δυνατά πατήματά του.
Προχθές έκλεισαν 30 χρόνια από το θάνατό του. Πάλεψε άφοβος, από παιδί, μέσα στα δόντια της ζωής κι εκείνη τον «μάσησε» αλύπητα. «Έφυγε» όρθιος στα εξήντα του.
«Συννεφιασμένη Κυριακή
μοιάζεις με την καρδιά μου.
Που έχει πάντα συννεφιά
Χριστέ και Παναγιά μου!»




