Όταν παντρεύτηκε η μάνα μου, η Παναγιώτα, ήρθε απ’ το χωριό της, το Κουρουνιού Αρκαδίας, στη Σπάρτη για μια καλύτερη ζωή. Αγόρασε με την προίκα της ένα χαμόσπιτο στο Νέο Κόσμο κι εκεί γνωρίστηκε με την Κατίνα που έμενε 50 μέτρα παραπάνω κι έγιναν φίλες αδερφικές. Μαζί έζησαν και μοιράστηκαν λύπες και χαρές, μικρές και μεγάλες στιγμές, έπιναν καφέ και ρούγευαν με τις άλλες γειτόνισσες, πήγαιναν για ξύλα και για χόρτα στον Ευρώτα, κάθε Κυριακή και τις μεγαλογιορτές στην Εκκλησία, πότε στον Αγιο-Νικόλα και πότε στον Αγιο-Νίκωνα…
Πέρασαν τα χρόνια, το σακί άρχισε να βαραίνει στους ώμους, η κυρά Κατίνα σαν μικρότερη ερχόταν κι έβλεπε την κυρά Παναγιώτα, πίνανε καφέ, τρώγανε γλυκό του κουταλιού και θυμούνταν τα παλιά, ώσπου η μάνα μου, χτυπημένη από άνοια, άρχισε να μη θυμάται, και η κυρά Κατίνα, με δικά της προβλήματα κι αυτή, σταμάτησε να έρχεται επίσκεψη. Κι έτσι οι δυο αδερφικές φιλενάδες χάθηκαν στην απέραντη απόσταση των πενήντα μέτρων που χώριζε τα σπίτια τους!!!
Κάθε μέρα που έβγαινα έξω για δουλειές έβλεπα την κυρά Κατίνα και το πρώτο που με ρωτούσε ήταν:
-Τι κάνει η Παναγιώτα; Πες της χαιρετίσματα.
Τα πήγαινα τα χαιρετίσματα στην κυρά Παναγιώτα αλλά εκείνη «δεν τα ’παιρνε»:
-Ποια Κατίνα; Δεν ξέρω καμιά Κατίνα. Άσε με!
Σήμερα, μέρα ωραία ανοιξιάτικη, είπαμε να βγάλουμε την κυρά Παναγιώτα έναν μικρό περίπατο στη γειτονιά που έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της. Υποβασταζόμενη κατάφερε να κατεβεί τα σκαλοπάτια και με μάτια που ζωήρεψαν, άρχισε, κρατώντας το χέρι μας, να σιγοπερπατά. Πέρασε δίπλα από τη συκιά και το κοτέτσι του γείτονα, έξω από το σπίτι της γειτόνισσας της Μαρίας, περπάτησε άκρη-άκρη στον μπαξέ και γυρίζοντας…:
- Έεεε!!! Περιμένετε και μένααα!
Από τη γωνία του μικρού δρόμου που είναι το σπίτι της ξεπρόβαλε η κυρά Κατίνα!
Ακουμπήσαμε την κυρά Παναγιώτα στο πεζούλι ενός χαμηλού παράθυρου ώσπου έφτασε η κυρά Κατίνα. Άπλωσε με λαχτάρα τα χέρια και αγκάλιασε τη φιλενάδα της ενώ τα μάτια της έτρεχαν βρύση!
-Παναγιώτα… Παναγιώτα μου… τι κάνεις… η Κατίνα είμαι… πώς καταντήσαμε έτσι, Παναγιώτα… Παναγιώτα, με γνωρίζεις;
-Ποια είσαι; Κάπου σε γνωρίζω…
-Η Κατίνα είμαι, Παναγιώτα, η Κατίνα είμαι η φιλενάδα σου…
-Η Κατίνα; Ποια Κατίνα; Δεν ξέρω!
Τώρα τα δάκρυα της κυρά Κατίνας έγιναν ποτάμια και τα χάδια της στους ώμους και τα χέρια της «λαβωμένης» φιλενάδας της έγιναν πιο πολλά και πιο ζεστά.
Σαν ο χρόνος να σταμάτησε έμειναν εκεί αντικριστά για λίγα λεπτά. Ενενήντα τριών χρόνων η κυρά Παναγιώτα… ογδόντα εφτά η φίλη της H κυρά Κατίνα… πώς μίκρυναν τόσο τα χρόνια και χώρεσαν όλα μέσα σε μια στιγμή! Πώς η φλόγα στο καντήλι της ζωής έχει γίνει πια μια μικρή φλογίτσα που τρεμοπαίζει και που μπορεί να σβήσει απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, ακόμα και μ’ ένα απαλό φύσημα του αέρα!
Με δάκρυα στα μάτια η κυρά Κατίνα, κούτσα - κούτσα, πήρε το δρόμο της επιστροφής.
-Πάω εγώ τώρα. Γειά σου, Παναγιώτα!
-………!
- Θα τα ξαναπούμε;
«Και μήπως είναι τίποτα άλλο από ένα όνειρο η ζωή μας;»
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι




