Οι άνθρωποι, στο πέρασμά τους από τη ζωή, αφήνουν ίχνη. Κάτι σαν την σκόνη του χρόνου που σιγά - σιγά κάθεται πάνω στα πράγματα και τα σκεπάζει. Δεν είναι ίχνη χειροπιαστά. Είναι μια αύρα που πλανιέται εκεί όπου οι άνθρωποι έζησαν, γέλασαν, έκλαψαν, αδερφώθηκαν, μάλωσαν, ονειροπόλησαν, ξεκουράστηκαν, διασκέδασαν, ξεφορτώθηκαν τα βάρη της ψυχής τους, δραπέτευσαν απ’ τα βάσανα, μοιράστηκαν τις έγνοιες τους..!
Ένας τέτοιος τόπος, γεμάτος από ίχνη και μυστικούς ψιθύρους ανθρώπων, είναι και το καφενείο. Το παλιό, παραδοσιακό καφενείο, ένας θεσμός που μετράει χρόνια πολλά στην ελληνική κοινωνία. Τόπος συνάντησης κι ανθρώπινης επικοινωνίας, ζωντανός και πολύβουος, που έγινε χτύπος καρδιάς της παλιάς Ελλάδας και ζωντανό στοιχείο της νεοελληνικής παράδοσης.
Σήμερα η εξέλιξη και η πρόοδος και η αλλαγή του τρόπου ζωής και των κοινωνικών συνθηκών συνέτριψαν στις μυλόπετρές τους (ανάμεσα σε πολλά και όμορφα άλλα) ΚΑΙ το παλιό, παραδοσιακό ελληνικό καφενείο. Πρέπει, πλέον, να ψάξεις πολύ για να βρεις μαγαζιά που έχουν μείνει αναλλοίωτα στο χρόνο, κρυμμένα σε σοκάκια, σε απόμερες γωνιές, σε δρόμους, σε πλατείες ή – σπανιότερα - σε κεντρικά σημεία. Μαγαζιά που σου απλώνουν ακόμα φιλόξενα το χέρι για να σε φέρουν κοντά τους και να σου διηγηθούν τις ιστορίες τους και την ιστορία του τόπου, να βουτήξουν μαζί σου ένα κουλουράκι στον αχνιστό καφέ της νοσταλγίας.
Ένας τέτοιος χώρος στη Σπάρτη είναι και το καφενείο «Ο Κώστας», στη γωνία Γκορτσολόγου και Βρασίδου, κοντά στο παζάρι.
Εδώ, από 10ετίες, είχε ανοίξει και δούλευε το καφενείο «ΛΙΡΩΝΗ». Όταν ο Μιχάλης Λιρώνης από Βαρβίτσα Λακωνίας αποφάσισε να αποσυρθεί, πούλησε το καφενείο, το Νοέμβρη του 1986, στον Κώστα Κολέρο από Καπαρέλι (Μανθυρέα) Αρκαδίας. Ο Κώστας Κολέρος ήταν ένα από τα πολλά παιδιά που η σκληρή η «μάνα η Λένγκω», η Ελλάς, έδιωξε στην ξενιτιά, για την αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια ο Κώστας δούλεψε σκληρά στο Τορόντο γνωρίζοντας από πρώτο χέρι πόσο «το ψωμί της ξενιτιάς είναι πικρό». Έκλεισε τ’ αυτιά του στις Σειρήνες του ξένου τόπου κι όταν αισθάνθηκε πως ήρθε η ώρα έκοψε τους κάβους που πάσχιζαν να τον κρατήσουν για πάντα στα ξένα λιμάνια και γύρισε στην πατρίδα, κοντά στους γονείς του που τον χρειάζονταν, γυρεύοντας, παράλληλα, να κάνει μια δική του δουλειά. Κάπως έτσι, άλλωστε, επιζεί η παράδοση: Τη στιγμή που κάποιος αποσταμένος είναι έτοιμος να τα παρατήσει, παρουσιάζεται ένας νέος, ορεξάτος και δυνατός που παίρνει τη σκυτάλη απ’ τα χέρια του και συνεχίζει τον αγώνα.
Ο Κώστας με τη γυναίκα του τη Σοφία Γεωργίου Θεοδοσίου από τη Σπάρτη με ρίζες από Μ. Ασία που ανέλαβαν την ευθύνη να ταξιδέψουν το μαγαζί στις επόμενες δεκαετίες, είχαν τη σοφία και την προνοητικότητα να μην αλλάξουν την ταυτότητα, το χαρακτήρα, την ατμόσφαιρα που ιστορικά κουβάλαγε μαζί του το καφενείο και την όλη εικόνα του: Τα παλιά κεραμικά πλακάκια με τους καφετιούς ρόμβους και τους μαίανδρους παρέμειναν στο πάτωμα. Τα παραδοσιακά τραπεζάκια με το μάρμαρο που περηφανεύονται ότι κουβαλούν επάξια την ιστορία και την παράδοση του καφενείου καθώς και οι ξύλινες καρέκλες «τύπου Βιέννης» με ιστορία και αναμνήσεις ετών παρέμειναν επίσης στη θέση τους, όπως και το παλιό επαγγελματικό ψυγείο μάρκας «ΑΣΣΟΣ», που, επιβλητικό και σοβαρό δεσπόζει ακόμα στο χώρο κάνοντας άψογα τη δουλειά του, αν κι έχουν περάσει από πάνω του τόσα χρόνια. Πίσω από το ψυγείο η κουζίνα με το πετρογκάζ, τα μπρίκια, τα κατσαρολικά, τα τηγάνια, τα ποτήρια, τα φλιτζάνια, τους δίσκους και όλα τα συναφή καθώς και η μεγάλη ψησταριά για τα ψητά της ώρας. Ένα μοναδικό σκηνικό βγαλμένο από ανέκδοτες ιστορίες των παππούδων σου. Μερικοί καθρέφτες, ένα ρολόι, μια τηλεόραση και ο απαραίτητος κατάλογος στον τοίχο συμπληρώνουν τη λιτή και απέριττη διακόσμηση αυτού του παραδοσιακού και αυθεντικού καφενείου της Σπάρτης.
Τότε που ο Κώστας πήρε το καφενείο είχε ήδη μεταφερθεί στη γειτονιά του μαγαζιού το παζάρι, το οποίο μέχρι το 1970, περίπου, λειτουργούσε στο χώρο της κεντρικής πλατείας. Ήταν, λοιπόν, το μαγαζί αυτό ένα καφενείο που έπρεπε να προσαρμοστεί (και προσαρμόστηκε) στις ανάγκες των ανθρώπων (κυρίως αυτών του χωριού και κυρίως των ανδρών) που έρχονταν στο παζάρι είτε για να στήσουν πάγκους είτε για να ψωνίσουν τα χρειαζούμενα της εβδομάδας και οι οποίοι δεν γύρευαν να παίξουν σαββατιάτικα χαρτιά ή τάβλι, αλλά περισσότερο να πιουν το καφεδάκι τους διαβάζοντας την εφημερίδα κι ακόμα πιο πολύ να πιουν τα κονιάκ, τα τσίπουρα, τα ούζα και τα κρασάκια τους «τσιμπώντας» και κανένα νόστιμο μεζεδάκι, σχολιάζοντας τα γεγονότα (μικρά και μεγάλα), τα νέα, την πολιτική, την ακρίβεια, τις προσωπικές τους ιστορίες κ.λ.π., σύμφωνα με την κοινωνική ιεροτελεστία που είχε άτυπα από παλιά καθιερωθεί ως ανάγκη και τρόπος ζωής. Έτσι το παλιό αυτό καφενείο πήρε μιαν ιδιότυπη μορφή, κάτι ανάμεσα σε καφενείο και ταβέρνα, που αγαπήθηκε και υποστηρίχτηκε σ’ όλα αυτά τα χρόνια. Οι καιροί και οι άνθρωποι άλλαζαν, αλλά το καφενείο του Κώστα παρέμενε ίδιο, για να θυμίζει ότι η ζωή μας χρειάζεται κάποιες σταθερές αξίες αναλλοίωτες και διαχρονικές όταν όλα γύρω τα αισθάνεσαι να καταρρέουν.
Εδώ ο χρόνος μοιάζει να σταμάτησε στα χρόνια τα παλιά οπότε δημιουργήθηκε τούτος ο καφενές. Με το που μπαίνεις μέσα σε πλημμυρίζουν οι αναμνήσεις από ανθρώπους απλούς και άσημους, που άφησαν όμως εδώ το αποτύπωμα της ζωής τους και την αύρα τους, από ανθρώπους που ζούσαν την αξία της ζωής μέσα στις μικρές και αγαπημένες τους συνήθειες.
Τα «καθαρά» πρόσωπα του Κώστα και της Σοφίας, το ανυπόκριτο χαμόγελό τους, το ζεστό βλέμμα και η διάθεση να σε εξυπηρετήσουν όσο καλύτερα γίνεται, κάνουν το χώρο οικείο και φιλόξενο και δημιουργούν γύρω σου μια ζεστή παρεΐστικη διάθεση, έτσι, σαν να ’χεις πάει επίσκεψη σ’ ένα συγγενικό και φιλικό σου σπίτι, σε ανθρώπους που σε γνωρίζουν, σε νοιάζονται και σ’ αγαπούν. Δεν είναι τυχαίο που πελάτες ξένοι, οι οποίοι πέρασαν κάποτε τυχαία από το καφενείο του Κώστα και της Σοφίας, ξανάρχονται μετά από χρόνια πολλά σαν προσκυνητές για να ξαναδούν και να ξαναζήσουν το χώρο και τους ανθρώπους που κέρδισαν κάποτε, μια φορά και για πάντα, την καρδιά τους. Στο καφενείο του Κώστα νιώθεις εκείνη τη θαλπωρή που σε τυλίγει πάντοτε σε χώρους τους οποίους έχει ευλογήσει η παράδοση και τους φροντίζουν άνθρωποι που ξέρουν ότι το πραγματικό ξαπόσταμα και η γαλήνη δεν έρχονται μόνο μ’ έναν καφέ, ένα ούζο, ένα κρασί ή έναν καλό μεζέ αλλά, πάνω απ’ όλα, με τη ζεστασιά της ψυχής και την ανθρώπινη επικοινωνία. Από κει και μετά θα έρθει και ο μερακλίδικος, ελληνικός, φρεσκοψημένος καφές σε φλιτζάνι άσπρο χοντρό και το περιποιημένο ουζάκι με το μεζέ του και το μισόκιλο με το καλό κρασί και η κρύα η μπίρα, τα μυρωδάτα φρεσκοτηγανισμένα κεφτεδάκια με το δυόσμο, τα σπιτικά ντολμαδάκια με τα τρυφερά κληματόφυλλα και το αυγολέμονο, ο μπακαλιάρος στο τηγάνι και τα καλαμαράκια, το κοτόπουλο, το λουκάνικο και τα σουβλάκια στα κάρβουνα, το φρέσκο ψαράκι καλοτηγανισμένο, η σαλάτα και η φέτα και το φρέσκο ψωμί. Και οι τιμές φθηνές, λαϊκές, να περάσεις καλά και να φύγεις λέγοντας «θα ξανάρθω», γιατί ο Κώστας και η γυναίκα του η Σοφία πρώτα σε βλέπουν σαν άνθρωπο, συμπατριώτη και φίλο και μετά σαν πελάτη.
Και πώς θα ’ταν δυνατό να γίνει διαφορετικά! Τούτο το καφενείο έγινε από την πρώτη στιγμή το σπίτι του νέου, τότε, αντρόγυνου, του Κώστα και της Σοφίας. Το επάγγελμα του καφετζή δεν έχει ωράρια και κανόνες λειτουργίας. Από νωρίς το πρωί ως αργά το βράδυ σε θέλει εκεί, στο πόδι, σε διαρκή κίνηση, μέσα αλλά κι έξω με το δίσκο στα χέρια, γιατί κάθε πελάτης είναι και θέλει να νιώθει μοναδικός και ο καφετζής πρέπει όλα να τα ξέρει κι όλα να τα προβλέπει κι όλα τα γούστα να τα ικανοποιεί. Ακόμα κι αυτό το απλό καφεδάκι έχει τη φιλοσοφία του και τα μυστικά του και για να πετύχει χρειάζεται μερακλή καφετζή με όρεξη, υπομονή και μεράκι που δε βαριέται όταν ο πελάτης του ζητήσει καφέ. Εδώ, λοιπόν, μέσα στο καφενείο τους, έζησαν ο Κώστας και η γυναίκα του η Σοφία το μεγαλύτερο μέρος της κοινής τους ζωής. Το παλιό τούτο καφενείο αφουγκράστηκε κάθε χαρά ή πίκρα τους, συντρόφεψε τις ελπίδες και τα όνειρά τους, εδώ βρέθηκαν από μωρά και τα δυο τους παιδιά, ένα κορίτσι κι ένα αγόρι, εδώ οι πρώτες τους κουβεντούλες, τα πρώτα τους βήματα, τα πρώτα τους παιχνίδια, οι πρώτες τους αταξίες. Ακόμα θυμάται η Σοφία πώς αναγκάστηκε να βάλει πινακίδα στο μαγαζί «ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΚΛΕΙΝΕΤΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΒΓΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ»! Παιδιά που μεγάλωσαν μέσα στο καφενείο, που αμέτρητα χέρια χάιδεψαν τα κεφαλάκια τους, που άπειρες αγκαλιές άνοιξαν διάπλατα να τ’ αγκαλιάσουν, που χάρισαν χαμόγελο, που σκόρπισαν έγνοιες, που πήραν, αλλά κι έδωσαν αγάπη. Τα παιδιά του Κώστα και της Σοφίας, επιστήμονες πλέον με καλές σπουδές, σίγουρα ακόμα θα κουβαλούν στην ψυχή τους τις στιγμές ζωής που έζησαν στο καφενείο των γονιών τους σαν πολύτιμη αποσκευή για το ταξίδι της ζωής τους.
Σήμερα, εν έτει 2016, τριάντα ακριβώς χρόνια από τότε που ο Κώστας και η Σοφία πήραν στα χέρια τους τούτο το παραδοσιακό καφενείο της Σπάρτης, έχει πλησιάσει η ώρα για νέα αλλαγή σκυτάλης. Μετά από τόσα χρόνια σκληρής κι επίπονης δουλειάς, ο Κώστας και η Σοφία δικαιούνται (και πρέπει) να ξεκουραστούν. Όμως είναι μια απόφαση πολύ δύσκολη. Μια απόφαση ζωής που κάτι τη σπρώχνει από αναβολή σε αναβολή.
Τούτο το μαγαζί υπήρξε η ίδια τους η ζωή και πολύ δύσκολα κάποιος αποφασίζει να ξεκόψει απ’ τη ζωή του. Όταν κάτι φεύγει απ’ την καθημερινότητά σου, νιώθεις σαν κάποιος να σου ξεριζώνει την ψυχή. Για κάθε άνθρωπο η σχέση του με τον τόπο δουλειάς του είναι σχέση προσωπική, σχεδόν ιερή, και σίγουρα ανθρώπινη.
Είναι σκληρό και δύσκολο γι’ αυτούς, λοιπόν, να επιλέξουν τη μέρα που το μπρίκι δε θα μπει στη φωτιά, που ο δίσκος σερβιρίσματος δεν θα κουνηθεί απ’ τη θέση του, δε θα μυρίσει ο φρεσκοψημένος καφές, δε θ’ ανταλλάξουν τις καθημερινές καλημέρες με τους φίλους τους και τα μάτια τους - για τελευταία φορά - θα αποχαιρετίσουν για πάντα τους άψυχους συντρόφους της ζωής τους τόσα χρόνια, το ψυγείο τους, τα τραπεζάκια τους, τις καρέκλες τους, την κουζίνα τους, το κάθε τι που συντρόφευε την καθημερινή τους δουλειά στο καφενείο τους.
Όταν θα βάλουν για τελευταία φορά το κλειδί στην κλειδαριά λέγοντας το τελευταίο αντίο, θα ξέρουν ότι εκεί μέσα φυλακίζουν τα πιο όμορφα χρόνια της ζωής τους, τους χτύπους της καρδιάς τους, τα πετάγματα των ονείρων τους, τον καθημερινό τους αγώνα για να κερδηθεί η ζωή. Γιατί, χωρίς κανείς να τους το έχει διδάξει, ήξεραν ότι στη ζωή το παν είναι να μπορείς να ονειρεύεσαι, να ελπίζεις, να ζεις, να αγωνίζεσαι για να πάρουν τα όνειρα σάρκα και οστά, να αποκτούν ζωή δοσμένη από σένα …Μα πάνω απ’ όλα να χαμογελάς και να έχεις πίστη πως τα καλύτερα έρχονται.
Μακάρι αυτό παλιό καφενείο της Σπάρτης να μπορέσει να ζήσει ΚΑΙ μετά τον Κώστα και τη Σοφία. Μακάρι να βρεθεί κάποιος να πάρει τη σκυτάλη του από τα χέρια τους, έτσι όπως κι αυτοί την πήραν στα 1986 από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη.
Η εξέλιξη και η πρόοδος είναι ποτάμι που δεν γυρίζει πίσω. Αρκεί όμως να γίνεται για το καλό των ανθρώπων. Σε κάθε περίπτωση όμως θα πρέπει, αυτή η σύγχρονη ζωή, να διατηρεί μέσα της οάσεις από τα παλιά, για να ξεκουράζονται οι άνθρωποι στην πορεία τους μέσα στη σύγχρονη έρημο. Κι ο Κώστας με τη Σοφία, όταν αποφασίσουν να αποσυρθούν, να είναι πάντα καλά για πολλά – πολλά χρόνια, για να αναπολούν και να ξαναζούν όλη αυτήν την όμορφη ιστορία του καφενείου τους, που είναι ιστορία ΚΑΙ της δικής τους ζωής.
«Στα παλιά καφενεία αποτυπώνεται η φθορά αλλά και η ιστορία του τόπου και των ανθρώπων. Γι’ αυτό πρέπει, ως κοινωνία, να τα διαφυλάξουμε ως συνέχεια του παρελθόντος, ως ζώσα ιστορία».




