«Και τα κοκκόρια της εποχής μου λαλούσαν γλυκύτερα»
Δ. Καμπούρογλου
- Το βράδυ θα πάμε στο πανηγύρι, είπε ο πατέρας μου, το μεσημέρι εκείνο του 1959, που ήρθε από τη δουλειά.
Πέταξα απ’ τη χαρά μου, αλλά δεν το ’δειξα. Η ίδια η ζωή μας είχε διδάξει σ’ εκείνα τα χρόνια να κρύβουμε τις χαρές μας, γιατί τις περισσότερες φορές δεν έστεργαν. Όμως τούτη η χαρά έμελλε να βγει αληθινή. Αργά το απόγευμα, ντυμένοι τα καλά μας, ο πατέρας μου, η μάνα μου με τον αδερφό μου το Γιάννη, μωρό ακόμα, στην αγκαλιά, κι εγώ, 5 χρονών παιδόπουλο, ντυμένος μ’ ένα κοντό μπλε παντελόνι με τιράντες, λευκό πουκαμισάκι, ένα κίτρινο ζακετάκι από πάνω και άσπρα πέδιλα, κινήσαμε με τα πόδια για το σταθμό των λεωφορείων του Μυστρά, στη γωνία Αγησιλάου και Λυκούργου, έξω ακριβώς από το μπακάλικο «ΤΣΙΡΙΓΩΤΗ».
Όταν φτάσαμε, το πεζοδρόμιο ήταν γεμάτο κόσμο και τα ασπρογάλαζα λεωφορεία με τη μακριά μουτσούνα καρτέραγαν στη σειρά τους πανηγυριώτες. Ένα - ένα που γέμιζε αναχωρούσε για το Μυστρά μουγκρίζοντας και βγάζοντας σύννεφα μαύρου καπνού. Μπήκαμε κι εμείς σ’ ένα απ’ αυτά και ξεκινήσαμε. Δροσερό αεράκι έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα, οι όρθιοι, πιασμένοι από τις χειρολαβές ψηλά, πήγαιναν πότε μπρος - πίσω και πότε στα αριστερά-δεξιά, ανάλογα με τα φρεναρίσματα και τις στροφές. Ο εισπράκτορας, σβέλτος, με το μπλοκάκι και τη δερμάτινη νομισματοθήκη (που αιχμαλώτιζε τα λιανά σύμφωνα με το μέγεθός τους) στα χέρια έκοβε τα εισιτήρια και το ραδιόφωνο έπαιζε τη «Μαντουμπάλα» με τον Καζαντζίδη.
Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή από χαρά. Το πανηγύρι είχε αρχίσει εδώ και μέρες, τα περισσότερα γειτονόπουλα είχαν ήδη πάει και μας ξεσήκωναν τα μυαλά με τις ιστορίες τους και τα παιχνίδια που είχαν αγοράσει. Μα να πού ήρθε και μας η ώρα μας! Από τα παράθυρα απολάμβανα τη σύντομη διαδρομή μέσα από τις ελιές και τις πορτοκαλιές και τα σπίτια που ήταν σπαρμένα εδώ κι εκεί και να που σε λίγο φάνηκε ο λόφος του Μυστρά με το κάστρο στην κορυφή.
Το λεωφορείο ρεμιζάρισε και, πατείς με πατώ σε, κατεβήκαμε, στο έμπα εκεί του πανηγυριού. Μια βαριά μυρωδιά από ζώα ήταν εκείνη που μας υποδέχτηκε πρώτη, όταν πατήσαμε το χώμα του πανηγυριού. Γύρω - γύρω, μέσα στις ελιές (που ήταν γεμάτες με γύφτικα τσαντίρια) άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια, δεμένα με τριχιές και γύρω τους ομάδες ανθρώπων που έβλεπαν, διαπραγματεύονταν και αγόραζαν. Κοπάδια ολόκληρα από μαύρες και άσπρες γαλοπούλες, πρόχειρα μαντρωμένες, καρτέραγαν κι αυτές, γλουγλουλίζοντας υστερικά, αγοραστές, αφού οι περισσότεροι νοικοκύρηδες τότε, ψώνιζαν γαλοπούλες στο πανηγύρι του Μυστρά, τις έθρεφαν στα κοτέτσια τους και τις έτρωγαν τα Χριστούγεννα σύμφωνα με το έθιμο.
Εμείς, λόγω φτώχειας, δεν ψωνίσαμε ποτέ γαλοπούλα από το Μυστρά. Έτσι, απλά τις χαζέψαμε, χαζέψαμε και τα αλογομούλαρα και τα γαϊδούρια και τα τσαντίρια και μετά μπήκαμε στο πανηγύρι.
Εκεί στην αρχή του πανηγυριού ήταν στημένο το φτωχικό «Λούνα Παρκ»: Αυτοκινητάκια και αλογάκια που γύριζαν γύρω-γύρω και βαρκούλες. Ο πατέρας μου πλήρωσε τον άνθρωπο στα αυτοκινητάκια κι εκείνος με άρπαξε από τις μασχάλες και με «πέταξε» μέσα σ’ ένα αμερικάνικο στρατιωτικό τζιπάκι που έφερε την επιγραφή: «ΑΘΗΝΑΙ- ΠΑΤΡΑΙ»!!! Πάνω στη δεξιά πόρτα είχε ένα κουμπί που όταν το πάταγες κορνάριζε. Είχε κι ένα τιμονάκι που όπου και να το έστριβες το αυτοκίνητο δεν υπάκουε και πήγαινε στην καθορισμένη πορεία του, όπως συμβαίνει μερικές φορές και με τη ζωή μας που αλλού στρίβεις για να πας κι εκείνη αλλού σε πάει.
Αφού γέμισαν τα περισσότερα αυτοκινητάκια και τα αλογάκια, το αφεντικό έδωσε το σύνθημα κι ένα ξιπόλητο γυφτάκι, γδυτό από τη μέση κι απάνω, μ’ ένα σκισμένο παντελόνι που του ’φτανε ως τα γόνατα, άρχισε να γυρίζει γύρω- γύρω τα αυτοκινητάκια.
Κατά έναν ανεξήγητο τρόπο αυτό το πρωτόγονο «καρουζέλ» το λέγαμε «αυτοκινητάκια», παραβλέποντας τα «αλογάκια»: «Μπήκα στα αυτοκινητάκια» ή «Θα μπω στα αυτοκινητάκια» λέγαμε κι όλοι καταλάβαιναν.
Όταν τα «αυτοκινητάκια» απόχτησαν επαρκή ταχύτητα γυρίσματος, το γυφτάκι μ’ ένα σάλτο καβάλησε κάποιο αδειανό αλογάκι και ταξίδεψε μαζί μας. Ίσως αυτή να ήταν και η συμφωνημένη με το αφεντικό αμοιβή του! Όταν λιγόστευε η ταχύτητα, το γυφτάκι πηδούσε κάτω και ξανάρχιζε το γύρισμα τρέχοντας κι αυτό γύρω - γύρω, μέχρι που το αφεντικό φρενάριζε το γύρισμα με τα χέρια του και μας κατέβαζε, για να μπουν και τ’ άλλα τα παιδιά που περίμεναν ολόγυρα. Θυμάμαι που σ’ όλη τη διαδρομή είχα το ένα χέρι στο κουμπί της κόρνας και κορνάριζα αδιάκοπα, όπως (άλλωστε ) όλα τα παιδιά που ήταν στα αυτοκινητάκια, και το άλλο στο τιμόνι. Μετά ο πατέρας μου ξαναπλήρωσε και με ανέβασε και σ’ ένα άσπρο αλογάκι με ζωγραφιστά χάμουρα και σέλα και χόρτασα καλπασμό, με τον αέρα να χαϊδεύει το κουρεμένο-γουλί κεφάλι μου. Λεφτά για να μπω και στις βαρκούλες δεν περίσσευαν: «Του χρόνου θα μπεις και στις βαρκούλες» μου είπε ο πατέρας μου. Έμεινα μόνο λίγο εκεί να τις αποθαυμάζω. Οι βαρκούλες ήταν μικρές και μεγάλες, ανάλογα με τα παιδιά. Έμπαινες μέσα στη βαρκούλα, απέναντί σου ένα άλλο παιδί και πιάνατε γερά, χιαστί, δυο σχοινιά που κρέμονταν δεμένα από το σίδερο στο πάνω μέρος. Άρχιζαν τα παιδιά να τραβούν τα σχοινιά τους, μία το ένα και μία το άλλο, και η βάρκα κουνιότανε ανεβοκατεβαίνοντας. Όσο πιο δυνατά τραβούσαν τα παιδιά τα σχοινιά, τόσο πιο ψηλά πήγαινε η βάρκα.
Για μας τα παιδιά το πανηγύρι άρχιζε και τέλειωνε στο Λούνα Παρκ. Μετά είμαστε απλώς υποχρεωμένα ν’ ακολουθήσουμε τους μεγάλους στη βόλτα μέσα στο πανηγύρι για να ψωνίσουν διάφορα χρειαζούμενα. Εκείνη τη χρονιά δε θυμάμαι σχεδόν τίποτα άλλο από το πανηγύρι του Μυστρά έξω από τα «αυτοκινητάκια». Θυμάμαι μόνο αδρά τις ταβέρνες που είχαν στηθεί μέσα στις ελιές, στους μπαξέδες και στους κήπους κάποιων σπιτιών, θυμάμαι που η μάνα μου αγόρασε μια πολύχρωμη κουβέρτα «καμηλό», που την κουβάλαγε ο πατέρας μου «υπό μάλης» σ’ όλο το πανηγύρι και θυμάμαι - ακόμα- που σε μια παράγκα με παιχνίδια ζήτησα να πάρω ένα σπαθάκι και μου το αγόρασε ο πατέρας μου, αφού πρώτα μέτρησε τα ψιλά στη χούφτα του. Ήταν ένα μεταλλικό σπαθάκι με κίτρινη φούντα στη λαβή, ίδιο με το σπαθί του Ζορό που είχα δει σε μια ταινία το καλοκαίρι στο σινεμά. Μ’ αυτό το σπαθάκι έδωσα πολλές μάχες με τα γειτονόπουλα, ώσπου κάποια στιγμή έσπασε από τον πολύ σκοτωμό. Μου ’μεινε όμως ζωντανή η ανάμνησή του για πάντα.
Αφού τέλειωσε η βόλτα στο πανηγύρι, ο πατέρας μου μας πήγε σε μια ταβερνούλα μέσα στο χωριό. Παράγγειλε λίγη μπουζοπούλα, μπίρα FIX και πορτοκαλάδες. Τη μπουζοπούλα τότε την τρώγαμε μια φορά το χρόνο στο Μυστρά και γι’ αυτό, παρ’ όλο που στα χρόνια μας τη βρίσκεις καθημερινά όλο το χρόνο στις ψησταριές, όταν έρθει το πανηγύρι, κάτι μαγικό τραβάει ακόμα τον κόσμο στον Μυστρά, για να φάει μπουζοπούλα και να ευχηθεί «και του χρόνου»!
Τέλος, θυμάμαι, πως την ώρα που τρώγαμε, πέρασε μπροστά μας ένας γύφτος με μια λατέρνα, στολισμένη με φούντες και με μια μεγάλη χρωματιστή εικόνα μιας εξωτικής όμορφης γυναίκας, παίζοντας έναν παραπονιάρικο σκοπό που ακόμα τραγουδάει στην ψυχή μου, μετά από τόσα χρόνια.
Έκτοτε πήγα (και πηγαίνω ακόμα σαν προσκύνημα στις μνήμες) πολλές φορές στο πανηγύρι του Μυστρά, αλλά για έναν λόγο ανεξήγητο εκείνη η επίσκεψη του 1960 έχει μείνει ανεξίτηλη στην καρδιά μου, μαζί με δυο κιτρινισμένες φωτογραφίες.
«Αν η ζωή είναι ένα λουλούδι, οι αναμνήσεις είναι το άρωμά του»!
ΥΓ: Η πολύχρωμη καμηλό κουβέρτα, ζεστή και απαλή, σκέπασε πολλούς χειμώνες τον πατέρα και τη μάνα μου, και κάτω απ’ αυτήν χουζουριάζαμε κι εμείς τα τρία αδέρφια, όταν βρίσκαμε το ντιβάνι στο χειμωνιάτικο, δίπλα στο τζάκι, ελεύθερο.




