Κάθε χρόνο, με το που κρυφοκοίταζε από τη γωνιά του Χρόνου η Αποκριά, οίστρος κατελάμβανε τους μόρτηδες σε κάθε γειτονιά, για να φτιάξουν τους χαρταετούς τους. Η τέχνη, αλλά και το έθιμο, είχε παραδοθεί με ασφάλεια από γενιά σε γενιά και όλα ήταν γνωστά. Παρέες από κάθε γειτονιά ξεχύνονταν στους καλαμιώνες του Ευρώτα και της Μαγουλίτσας και γύριζαν φορτωμένες με δεμάτια ξερών καλαμιών, αφού το ξερό καλάμι είναι ελαφρύτερο από το χλωρό και γι’ αυτό το πιο κατάλληλο για να γίνει ο σκελετός του χαρταετού. Ύστερα, στις αυλές των παλιών σπιτιών άρχιζε το πανηγύρι της κατασκευής. Εκτός από τα καλάμια είχαν προμηθευτεί από τα χαρτοπωλεία χρωματιστές «τσιγαρόκολλες» και κουβάρια σπάγκο κερωμένο, ενώ μέσα σε ένα πιάτο είχε ετοιμαστεί η αλευρόκολλα και παραδίπλα ήταν το κοφτερό μαχαίρι για το κόψιμο και το πλάνισμα του καλαμιού και ένα ψαλίδι για τις κόλλες.
Η δουλειά άρχιζε με το καθάρισμα του καλαμιού από τα ξερά φύλλα που ήταν κολλημένα πάνω στους κόμπους. Μετά σκίζαμε με το μαχαίρι τα καλάμια κατά μήκος για να βγουν οι απαραίτητες και κατάλληλες βέργες για τον σκελετό του αϊτού. Ο μάστορης διάλεγε τρεις από τις καλύτερες, τις πλάνιζε με το μαχαίρι για να είναι επίπεδες και τις έκοβε στο ίδιο μήκος ανάλογα με το μέγεθος που ήθελε να δώσει στον αϊτό. Στις άκρες τις έκανε μυτερές και ένα δάχτυλο κάτω από τη μύτη έκανε μια εγκοπή προκειμένου να τυλίγεται εκεί ο σπάγκος που θα συνέδεε περιμετρικά τις βέργες και που πάνω του θα κολλιόταν με την αλευρόκολλα το χαρτί του αϊτού. Στη συνέχεια, έδενε σφιχτά, στέρεα και με τέχνη τα καλάμια στη μέση ακριβώς. Τα δυο καλάμια σχημάτιζαν το γράμμα Χ και το τρίτο έμπαινε οριζόντια στη μέση του Χ. Η τέχνη του μάστορη ήταν να βρει το κατάλληλο άνοιγμα του Χ ώστε το σχήμα του αϊτού να είναι ένα κανονικό πολύγωνο.
Διαφορετικά, ο αϊτός έπαιρνε ένα άχαρο σχήμα πεπλατυσμένο ή μακρόστενο, που δεν ευνοούσε το πέταγμά του. Μετά τύλιγαν σφιχτά στις εγκοπές των καλαμιών τον σπάγκο και σχημάτιζαν τον σκελετό του αϊτού.
Κολλούσαν κατόπιν με την αλευρόκολλα μεταξύ τους κομμάτια από κόλλες διαφόρων χρωμάτων δημιουργώντας διακοσμητικά σχέδια(αγαπημένο διακοσμητικό το «αστέρι»), έκοβαν το πατρόν του αϊτού, και το κολλούσαν με την αλευρόκολλα πάνω στον σπάγκο περιμετρικά.
Μερικοί τεχνίτεςμόρτηδες έφτιαχναν αϊτούςστο σχήμα «αστεράκι». Για να γίνει το αστεράκι άφηναν τον σπάγκο που τύλιγαν στα καλάμια λίγο χαλαρό και μετά με άλλους σπάγκους δεμένους στο κέντρο του αϊτού τον τσίτωναν προς τα μέσα. Έτσι το εξάγωνο σχήμα του κανονικού χαρταετού έπαιρνε σχήμα αστεριού. Τα «αστεράκια» ήταν το καμάρι του ουρανού κι όσοι ήξεραν να τα φτιάχνουν έχαιραν σεβασμού και αναγνώρισης μέσα στη μορταρία της γειτονιάς.
Ύστερα ερχόταν η σειρά για τα ζύγια. Για να κάνεις τα ζύγια έδενες ένα κομμάτι σπάγκου στις δυο πάνω άκρες του αϊτού και κανόνιζες να είναι τόσο μεγάλο, ώστε όταν το τέντωνες στη μέση με το δάχτυλο προς τα κάτω, να φτάνει στο κέντρο του αϊτού . Έδενες μετά ένα μεγάλο κομμάτι σπάγκο στο κέντρο του σκελετού, εκεί που ήταν δεμένα τα καλάμια, έκανες μια τρύπα στην τσιγαρόκολλα έβγαζες τον σπάγκο από την άλλη μεριά έβρισκες το σημείο σύνδεσης με τον άλλο σπάγκο , μετρώντας μήκος όσο η μισή διαγώνιος, και με μια θηλιά τον συνέδεες με τον σπάγκο που είχες δέσει στις δυο κορφές του αϊτού .Το ζύγι έπρεπε να είναι τέτοιο που όταν πετούσε ο αϊτός να σχηματίζεται μια τριγωνική πυραμίδα με ίσες ακμές ώστε ο αϊτός να κάνει «κεφάλι» όπως λέγαμε, δηλαδή, να πετάει σε ύψος και όχι σε μάκρος. Μερικοί μερακλήδες τύλιγαν γύρω από τον σκελετό έναν ακόμα σπάγκο και πάνω του κολλούσανπολύχρωμα κατσαρά σιρίτια (φρου-φρου), ενώ στις δυο πλαϊνές κορφές του αϊτού κρεμούσαν μακριές κατσαρές φούντες τα λεγόμενα «σκουλαρίκια», τα οποία, εκτός από ομορφιά, βοηθούσαν τον αϊτό να «ζυγιάζεται» να κάθεται δηλαδή ακίνητος στον ουρανό χωρίς να ρέπει προς τις κωλοτούμπες όταν φυσούσε δυνατός αέρας. Έτσι ο αϊτός της αποκριάς γινόταν πανέμορφος, μεγαλοπρεπής και φαντασμαγορικός, ώστε να ξεχωρίζει με την ομορφιά του από τους άλλους εκεί στον ουρανό που ψηλοπετούσε.
Στο τέλος ερχόταν η σειρά της ουράς. Εμείς συνήθως κάναμε διπλή κι όχι μονή ουρά, γιατί η μονή μάς φαινόταν φτωχή, «αθηναίικη» και όχι «αντρική». Μετράγαμε λοιπόν ένα μεγάλο κομμάτι σπάγκο για την ουράκαι ύστερα κόβαμε ορθογώνια κομμάτια από κόλλες διαφόρων χρωμάτων, τις τσακίζαμε κατά μήκος για να γίνουν ακορντεόν και με το ψαλίδι κάναμε κάθετες στο τσάκισμα ψαλιδιές, ώστε να δημιουργηθούν σγουρά κρόσσια, τα οποία μετά κολλάγαμε με την αλευρόκολλα πάνω στον σπάγκο της ουράς. Συνδέαμε έπειτα τις δυο άκρες του στολισμένου σπάγκου στις κάτω κορυφές του αϊτού και είχαμε μιαν ωραιότατη ουρά που στην άκρη της δέναμε και μια μεγάλη φούντα (σαν τα σκουλαρίκια αλλά πιο μεγάλη) που κι αυτή, εκτός από ομορφιά, ζύγιαζε και ισορροπούσε το πέταγμα του αϊτού.
Όλοι προσπαθούσαμε να φτιάξουμε τους καλύτερους χαρταετούς που γινόταν, όμως μερικοί είχαν ΤΟ το ταλέντο. Στη γειτονιά μας τους καλύτερους αϊτούς τους έφτιαχναν ο Γιαννάκης ο Χριστοδουλόπουλος και ο Βασίλης ο Γκανάς. Ο Γιαννάκης Χριστοδουλόπουλος, ένα έξυπνο, γλυκύτατο και ήσυχο παιδάκι, ήταν συμμαθητής μου στο παλιό 3ο Δημοτικό Σχολείο Σπάρτης. Δυστυχώς, ο Θεός τον πήρε κοντά Του πριν τελειώσει το σχολείο, αφήνοντάς μας μια πίκρα που ακόμα δεν έχει σβήσει. Ο Γιαννάκης έφτιαχνε ωραίους αϊτούς«αστέρια»με όμορφα σχέδια και χρώματα που τους ζηλεύαμε όλοι. Ίσως εκεί στους Ουρανούς που βρίσκεται τόσα χρόνια, να πετά ακόμα τους αϊτούς του κάθε Αποκριά. Ο Βασίλης ο Γκανάς έκανε τους πιο μεγαλόπρεπους και καλοπέταχτους αϊτούς σε όλη τη γειτονιά. Είχε μαθητεύσει κοντά σ’ ένα άλλο μεγαλύτερο γειτονόπουλο, τον Κούλη Νικητόπουλο, που έφυγε στα ξένα και άφησε, σχετικά νωρίς, εκεί τα κόκαλά του. Οι αϊτοί του Βασίλη εντυπωσίαζαν όχι μόνο με τα σχέδια και χρώματά τους αλλά, κυρίως, με τη σταθερότητα που είχαν στο πέταγμά τους. Όλοι οι άλλοι αϊτοί μπορεί να είχαν μικρά ή μεγάλα προβλήματα όταν πετούσαν, αλλά του Βασίλη οι αϊτοί, έτσι κι έβρισκαν αέρα, στέκονταν σούζα και πήγαιναν ψηλότερα από κάθε άλλον. Το μυστικό του, απ’ ό,τι έλεγαν, εκτός των άλλων,ήταν οι μεγάλες, καλοφτιαγμένες ουρές.
Για να πηγαίνει ο αϊτός μας ψηλά και μακριά, ως εκεί που κανείς άλλος δε θα μπορούσε να τον φτάσει, αγοράζαμε όσο περισσότερα κουβάρια σπάγκου μας επέτρεπε το πενιχρό χαρτζιλίκι μας, τα δέναμε μεταξύ τους και όλον τον σπάγκο μαζί τον τυλίγαμε με ειδικό τρόπο πάνω σ’ ένα μικρό ξύλο στρογγυλό και καλοδουλεμένο σχηματίζοντας την «καλούμπα».
Όταν όλα ήταν έτοιμα πηγαίναμε στο χώρο του πετάγματος. Εμείς στη γειτονιά μας, στο Νέο Κόσμο Σπάρτης,πετάγαμε τους αϊτούς στην αλάνα που υπήρχε στη θέση της σημερινής πλατείας ή, κυρίως, στο προαύλιο του Γυμνασίου Αρρένων, όχι μόνο γιατί είχαμε χώρο απεριόριστο μακριά από καλώδια και δέντρα, αλλά και γιατί στο κάτω μέρος του προαυλίου φύτρωνε γρασίδι πάνω στο οποίο ξαπλώναμε και χαζεύαμε τους υψιπετείς αϊτούς μας και γιατί όταν βαριόμαστε ή κουραζόμαστε από το πέταγμα, δέναμε τον σπάγκο πάνω στα σιδερένια κάγκελα του προαυλίου και αφήναμε τους αϊτούς να πετούν μόνοι τους.
Για να πετάξει ο αϊτός χρειαζόμασταν κάποιον να τον «κρατήσει». Να απομακρυνθεί δηλαδή κρατώντας όρθιο τον αϊτό, να τον σηκώσει ψηλά και όταν ακούσει το σύνθημα «αμπόλα τον» να τον αφήσει. Αυτός που πετούσε το αϊτό ή έτρεχε για λίγο (αν είχε περιθώριο) τραβώντας τον αϊτό με τον σπάγκο να σηκωθεί ή με κατάλληλες γρήγορες και μεγάλες τραβηξιές του σπάγκου έκανε τον αϊτό να σηκωθεί στον αέρα. Όταν ο αϊτός «έβρισκε αέρα», του άφηνε ο «πιλότος» λίγο σπάγκο, τον ξανακρατούσε «να πάρει», και πάλι και πάλι, μέχρι να σωθεί ο σπάγκος και να «κολονιάσει» ο αϊτός. Εξ ου και η παροιμιώδης φράση : «αμόλα καλούμπα»! Στο ξεκίνημα του πετάγματος συνέβαιναν κάποιες φορές κωμικοτραγικές καταστάσεις : Αυτός που κρατούσε τον αϊτό αντί να τον αφήσει με το «αμπόλα τον» τον βάσταγε, δεν συντονιζόταν με τον πεταχτή και τότε μπορούσε από την κόντρα ακόμα και να σπάσει ο σκελετός. Άλλες φορές τον άφηνε νωρίτερα, χωρίς να υπάρχει αέρας , και ο αϊτός κυλιόταν στα χώματα. Αν υπήρχε άπνοια ή ο αέρας δεν ήταν αρκετά δυνατός για να σηκώσουν τους αϊτούς δεινοπαθούσαν οι μόρτηδες από τις συνεχείς προσπάθειες, το διαρκές τρέξιμο, το άπλωμα και το ξαναμάζεμα του σπάγκου και από το μάταιο τράβηγμα και ξανατράβηγμα. Υπήρχαν όμως κι εκείνοι οι τεχνίτες του πετάγματος που μόνοι του, χωρίς κανείς να τους κρατά τον χαρταετό, μπορούσαν και τον σήκωναν έχοντας αναπτύξει, από πείρα , δικές τους τεχνικές.
Όταν όλοι οι αϊτοί είχαν πάρει βρει αέρα και είχαν πάρει κεφάλι, μαγεμένοι οι μόρτηδες τους παρακολουθούσαν στο μεγαλόπρεπο πεταγμά τους, ένιωθαν τον αϊτό να τους μιλάει για τον ουρανό μέσα από το τράβηγμα που έκανε στον σπάγκο, άκουγαν τα σιρίτια και τις φούντες να θροΐζουν απ’ τον αέρα και γίνονταν Δαίδαλοι με φτερά, πετώντας κι αυτοί μαζί με τον αϊτό τους κοντά στα σύννεφα, στον ήλιο και στα πουλιά, πάνω και μακριά από τα πεδούκλια της γης, ζώντας την πανάρχαιη πεθυμιά του Ανθρώπου να ξεκολλήσει από τη γη και να βρει τη λευτεριά του σύμπαντος.
Μέχρι και μηνύματα έστελναν οι «επίγειοι» στους «επουράνιους» για να τους πούνε πόσο ευτυχισμένοι νιώθανε: Κόβαμε ένα χαρτάκι τετράγωνο του κάναμε ένα σκίσιμο στη μέση και το περνάγαμε στον σπάγκο. Το χαρτάκι αυτό, το «τηλεγράφημα» όπως το λέγαμε, κατά έναν τρόπο μυστηριώδη, με τα συνεχή τραβήγματα του χαρταετού και με τον αέρα που φυσούσε «περπατούσε» πάνω στον σπάγκο και σιγά-σιγά έφτανε ως πάνω στα ζύγια του αϊτού μεταφέροντάς του το μήνυμα της γης.
Το πέταγματων αϊτών δεν ήταν χωρίς περιπέτειες: Πολλές φορές αϊτοί κακοφτιαγμένοι ή με χαλασμένα ζύγια, άρχισαν να κάνουν τούμπες μέχρι που έσκαζαν στο χώμα ή προσγειώνονταν ανώμαλα πάνω σε δέντρα, σπίτια ή καλώδια, αφήνοντας εκεί τα κουφάρια τους για χρόνια μετά για να θυμίζουν την «τραγωδία» που είχε συμβεί και τον άδικο χαμό τους. Άλλες φορές μπερδευόταν ο σπάγκος τους με διπλανούς άφταιγους χαρταετούς και τότε έπεφταν ΚΑΙ οι δυο προξενώντας ομηρικούς τσακωμούς. Τις περισσότερες φορές αυτά τα ατυχήματα προξενούσαν καταστροφή των αϊτών και τότε έπρεπε να φτιαχτούν καινούριοι. Άλλο ατύχημα ήταν να κοπεί ο σπάγκος ή να σου φύγει η καλούμπα από το χέρι ή ξετυλίγοντας τον σπάγκο για να πάει ψηλά ο αϊτός να έχεις ξεχάσει να δέσεις την άκρη του στο ξυλάκι, οπότε ο αϊτός παρασυρμένος απ’ τον αέρα και ακυβέρνητος έφευγε προς άγνωστους προορισμούςκι εσύ έτρεχες πίσω του σαν παλαβός μήπως και καταφέρεις να τον βρεις και να τον σώσεις. Συνέβαινε, ακόμα, να πέφτει ο αέρας ή να χάνει ο χαρταετός το ρεύμα αέρα που είχε βρει και τότε «έκανε κοιλιά» . Άρχιζε, δηλαδή, να χάνει ύψος και ο σπάγκος από τεντωμένος που ήταν «κοίλιαζε» κι εσύ έπρεπε με γρήγορες και μεγάλες κινήσεις να μαζεύεις σπάγκο προκειμένου ο αϊτός να ανεβεί και «να ξαναβρεί τον αέρα του» !!!
Τα πειράγματα μεταξύ των μόρτηδων που πετούσαν δίπλα-δίπλα τους αϊτούς δεν έλειπαν: Η προσπάθεια ήταν ποιος θα πετάξει ψηλότερα τον χαρταετό του. Αν, μάλιστα, κάποιος κατάφερνε να τον φέρει πάνω από τον χαρταετό του ανταγωνιστή του, έλεγε τη φράση «σε κατούρησα» κι αυτό ήταν μια μεγάλη ταπείνωση για τον «κατουρημένο». Μερικοί τολμηροί όταν νύχτωνε δεν κατέβαζαν τους χαρταετούς, αλλά τους άφηναν όλη νύχτα να μιλούν με τ’ άστρακαι το φεγγάρι. Για το λόγο αυτό προσάρμοζαν ένα λαμπάκι πάνω στον αϊτότο οποίο ήταν συνδεμένο με μια μπαταρία στην ουρά του αϊτού, οπότε όταν σκοτίδιαζε έλαμπε και το αστράκι του χαρταετού στον ουρανό μαζί με τ’ άλλα αστέρια. Βέβαια, το πρωί που ξύπναγαν οι μόρτηδες μπορούσαν να βρουν τον αϊτό εξαφανισμένο αν είχε πέσει τη νύχτα ο αέρας ή να πετάει σε άλλο σημείο του ορίζοντα αν ο αέρας είχε αλλάξει κατεύθυνση. Σε κάθε περίπτωση ήταν ένα ρίσκο που το αναλάμβαναν προκειμένου να έχουν τη χαρά να λάμπει το φως του αϊτού τους μέσα στον νυχτερινό ουρανό .
Σαν περνούσαν οι Αποκριές και η Καθαρή Δευτέρα οι αϊτοί συνέχιζαν να πετούν στις διάφορες γειτονιές μέχρι που σιγά – σιγά αποσύρονταν και αποθηκεύονταν σε μπαούλα και αποθήκες, καρτερώντας τις επόμενες αποκριές για να κατακτήσουν και πάλι τους ουρανούς.
Όσο κι αν τα χρόνια περνούν και τα παιδιά γίνονται μεγάλοι, οι χαρταετοί εξακολουθούν να πετούν στην καρδιά τους, να σαλαγίζουν τα όνειρα της Αποκριάς και να εμπνέουν τις δημιουργίες τους. Στα 1963, π.χ. , ο Μίκης Θεοδωράκης έγραψε το ορχηστρικό έργο «Χαρταετοί» για τις ανάγκες του θεατρικού έργου του Ιάκωβου Καμπανέλλη, «Η γειτονιά των αγγέλων». Μεγάλοι ζωγράφοι όπως ο Δημήτρης Μυταράς, ο Σπύρος Βασιλείου, ο Αλέκος Φασιανός, ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας κ.α. «πέταξαν» τους χαρταετούς των παιδικών τους χρόνων , μέσα από τους πίνακες , που , αποκλειστικά , δημιούργησαν γι’ αυτούςενώ και οι ποιητές πάνω στα φτερά του χαρταετού πέταξαν ψηλά τη θεία τους έμπνευση:
«να γίνομαι άνεμος για τον χαρταετό
και χαρταετός για τον άνεμο
ακόμα και όταν ουρανός δεν υπάρχει…» ΟΔ. ΕΛΥΤΗΣ
Τέλος, όλοι κουβαλάμε μέσα στην καρδιά μας την εικόνα του Μίμη, απ’ το παλιό μας αλφαβητάρι, που πετούσε τον χαρταετό του ψηλά , απ’ την ταράτσα του σπιτιού του μαζί με την Έλλη:
«Ο αετός του Μίμη πετά.
Πετά ψηλά στον ουρανό.
Φαίνεται σαν πουλί.
Ο Μίμης τον καμαρώνει.
Καικρατεί το σχοινί γερά.»
Ας κρατήσουμε κι εμείς γερά, σαν τον Μίμη, τους χαρταετούς των ονείρων και των ελπίδων μας και ποτέ να μην αφήσουμε τους κακούς αέρηδες να τους ρίξουν χαμηλά από εκεί ψηλά στους ουρανούς που πρέπειπάντα να πετούν τα όνειρα και οι ελπίδες των ανθρώπων .
«Όποιος δεν έπαιξε ποτέ του με χαρταετό δεν κοίταξε όσο χρειάζεται ψηλά. Όποιος δεν ένιωσε την αντίσταση του μεγάλου σπάγκου δεν κατάλαβε τη δύναμη του αέρα. Και όποιος δεν εφώναξε με την ευθύνη και την πρωτοβουλία του παιδιού που βλέπει να κινδυνεύει στο ψηλό μετεώρισμα του ο αετός, δεν ένιωσε τη χαρά του να τα βγάζεις πέρα μόνος σου με τη φύση»
Δημήτρης Λουκάκος, λαογράφος, «Πασχαλινά και της Άνοιξης».
ΚΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ!
Χαρταετοί
Έκθεση εικόνων
{gallery}126783{/gallery}
ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
ΑΡΘΡΑ




