Μεταφέρω την είδηση όπως ακριβώς εγράφη σ’ όλες σχεδόν τις εφημερίδες, σύντομη, ψυχρή και πανομοιότυπη και μετεδόθη απ’ όλα τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης, κι αυτό ήταν. Ούτε οι ευάριθμες εκπομπές κουτσομπολευτηρίων της αθυρόστομης τηλεόρασης που στήνουν πρωινά και μεσημεριανά δικαστήρια με δικηγόρους, ψυχολόγους, κοινωνιολόγους και άλλους των επιστημών του μπλα μπλα, της παλάβρας και της ανεμοζάλης, όπως έλεγε ο Δημήτρης Λιαντίνης, όλα προϊόντα αμορφωσιάς και ανωριμότητας, που σκοπίμως γελοιοποιούν, έκριναν το θέμα κατάλληλο να ασχοληθούν. Έτσι πέρασε στα μουγγά και στα ψιλά.
Έλεγε λοιπόν η είδηση της 9ης Οκτωβρίου 2024. Ο τίτλος: «Δολοφόνησαν τον ξάδερφό τους στο κέντρο της Κυψέλης». Και το περιεχόμενο: «Δύο νεαρά αδέρφια δολοφόνησαν τον επίσης νεαρό ξάδερφό τους στο κέντρο της Κυψέλης με μαχαίρι, σκορπώντας τον πανικό και τον φόβο στους διερχομένους. Στους δύο δράστες ηλικίας 17 και 19 ετών ησκήθη κατηγορία σε βαθμό κακουργήματος για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση τελεσθείσα κατά συναυτουργία. Οι δύο νεαροί με καταγωγή από την Αλβανία, ομολόγησαν την πράξη τους. Πλησίασαν τον συγγενή τους και άρχισαν να τον κτυπούν, ενώ ο 17χρονος που κρατούσε το μαχαίρι τον έπληξε θανάσιμα στο λαιμό. Ο 17χρονος και ο 19χρονος μετά τη δολοφονία επαρουσιάσθησαν στο αστυνομικό τμήμα όπου ομολόγησαν ότι ήσαν οι δράστες της φονικής επιθέσεως. Το θύμα μετά την επίθεση περπάτησε λίγα μέτρα προς την οδό Πατησίων ζητώντας βοήθεια, αλλά σωριάστηκε στο έδαφος και πέθανε. Οι αστυνομικοί άρχισαν να αναζητούν τους δράστες οι οποίοι μετά από μία ώρα επαρουσιάσθησαν αυτοβούλως στο ΑΤ Κυψέλης. Εκεί κατέθεσαν ότι δολοφόνησαν τον 29χρονο ξάδερφό τους γιατί σε μικρή ηλικία, περίπου 5 ετών, όταν ζούσαν στην Αλβανία τα είχε βιάσει κατ’ εξακολούθησιν».
Αυτή ήταν η είδηση που οι πάντες έκριναν ότι δεν χρειάζεται να ασχοληθούν περαιτέρω, προφανώς ως μία από τις πολλές που λαμβάνουν χώρα καθημερινώς, επουσιώδης αυτή, ενώ άλλα υπερτονίζονται και ασχολούνται ημέρες και μήνες τα προπαγανδοφωνεία (τη λέξη είδα πριν χρόνια σε μια εφημερίδα του Πύργου, μου άρεσε και τη χρησιμοποιώ), όπως πχ με την υπόθεση Λύτρα ή κακομεταχείριση γάτας και επανέρχονται σ’ αυτές συγκροτούντες, όπως προείπα, τηλεδικαστήρια και νυχθημερόν αρβαλάνε.
Δεν είμαι νομικός. Στον υπερτριακονταπενταετή όμως υπηρεσιακόν βίον, όλον μάχιμον εκτός του χρόνου των Σχολών, έζησα, είδα και άκουσα παρόμοια περιστατικά, αρκετά χειρίστηκα προσωπικά και διδάχτηκα απ’ αυτά. Ορισμένα δε, δεν τα βάζει ανθρώπου νους. Και ενδεικτικά μόνον αναφέρω ένα που συνέβη στα τέλη της δεκαετίας του 1970 σε μεγάλη πόλη της Κρήτης, κατά το οποίο ο κακούργος με δόλωμα 2 - 3 καραμέλες παρέσυρε ένα κοριτσάκι μόλις 5 ½ χρονών που έβλεπε τ’ άλλα παιδιά να παίζουν μπάλα, και κυριολεκτικά το καταξέσκισε σε σημείο δύο (2) ιατροδικαστές να μην πιστεύουν σ’ αυτά που έβλεπαν, κι αυτό αρκεί.
Θυμάμαι και τον ανακριτή που χειρίστηκε μετά κατά την κυρίαν ανάκριση την υπόθεση και ο βιαστής απολογούμενος είπεν ότι κατά την παραμονή του στην αστυνομία εδέχθη επίθεση από τον πατέρα του παιδιού προκαλώντας του σωματική βλάβη, ότι οι αστυνομικοί τού άσκησαν ψυχολογική βία και τον απείλησαν, ο δε ανακριτής ήταν έτοιμος να ενεργήσει κατά του πατέρα και των αστυνομικών – προανακριτών, που δεν απέτρεψαν την πράξη του πατέρα κατά του δράστη του παιδιού του. (Βλέπετε οι αστυνομικοί μετά τη μεταπολίτευση, ιδίως οι υπηρετούντες σε υπηρεσίες Ασφαλείας, ήσαν τουλάχιστον ύποπτοι για όλα τα κακά που είχαν συμβεί κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και μετά). Τότε ήταν που έδειξα στον κ. ανακριτή το δικό του παιδί, ένα κοριτσάκι 5 ½ χρονών κι αυτό και του είπα: Θα ενεργούσατε έτσι κ. ανακριτά, αν ήταν το δικό σας παιδί; Για να ’γγιχτεί λέγοντας: Ε, όχι κι έτσι, να ζαρώσει και να παγώσει απότομα.
Τί θέλω να πω. Μόνον έτσι, αν δηλαδή κάθε υπόθεση την κάνεις όσο γίνεται δική σου, μπορεί κάπως να καταλάβεις. Αλλιώς κάνεις υψηλή κριτική εκ του ασφαλούς και του ανευθύνου, υπό καφέν και καλοριφέρ το χειμώνα και αιρκοντίσιον και φραπέ το καλοκαίρι. Με μια λέξη λέω ότι ο ανακριτής – προανακριτής πρέπει να παίρνει τη θέση του θύματος – παθόντος, αλλιώς ακολουθώντας τα ψυχρά νομικά δεν πρόκειται να καταλάβει ποτέ, να μπει στην ουσία των πραγμάτων.
Επανέρχομαι στην είδηση με τα παιδιά που σκότωσαν τον κακούργο που τα βίαζε μικρά, από πέντε (5) χρονών και για πόσα χρόνια μόνον αυτά ξέρουν, αδύναμα εντελώς, τότε και μετά να αντιδράσουν, κι ο κόσμος από μπροστά τους να χάνεται κυριολεκτικά.
Ακούγοντας την είδηση ταράχτηκα. Σκέφτηκα ότι οι εφιάλτες που βλέπουν τα θύματα παρομοίων πράξεων ανεξαρτήτως ηλικίας είναι τέτοιοι που δεν φεύγουν ποτέ. Φανταστείτε αν έχουν βιαστεί στην ηλικία των πέντε (5) ετών και μετά συστηματικά. Τότε η φρίκη, το φάσμα του κακού έρχεται ξανά και ξανά σε όλη τους τη ζωή. Ποτέ δεν ξεχνούν αυτά που υπέστησαν και στη ζωή τους βλέπουν όνειρα τρομαχτικά. Δεν έχουν πια μνήμη. Αυτή έχει σταματήσει στο έγκλημα που τους έγινε και από την τρομάρα και τον πόνο που πήραν δεν ελευθερώνονται ποτέ. Όσο μεγαλώνουν τίποτα δεν αξίζει και το εις βάρος τους έγκλημα έχει σημαδέψει τη ζωή τους, που την καθορίζει πια, ανεξίτηλα. Διακατέχονται από μελαγχολία και οι λέξεις να την περιγράψουν χλωμιάζουν, κανένας δε επιστήμονας ψυχίατρος ή ψυχολόγος δεν μπορεί να τους γιατρέψει. (Ακούμε πολλές φορές περί δήθεν ψυχολογικής υποστήριξης. Μπούρδες). Και αν είναι κορίτσι το πρόσωπο που βιάστηκε μικρό, το πρώτο του φιλί με ένα αγόρι ή με ένα κορίτσι αν βιασμό έχει υποστεί το αγόρι στην παιδική ηλικία, είναι γι’ αυτά προοίμιο λες που προμηνύει νέο βιασμό. Είναι ημιδιαλυμένοι άνθρωποι. Το σώμα τους ξυπνάει τρομαγμένο. Δεν απελευθερώνονται ποτέ και ποτέ δεν απολαμβάνουν τη χαρά του έρωτα, αφού η ελευθερία περνά πρώτα από το σώμα… Και όλα τούτα και άλλα ακόμα από εμπειρίες θυμάτων κατά τον υπερτριακονταπενταετή μάχιμον υπηρεσιακόν βίον σε υπηρεσίες Ασφαλείας. (Το κορίτσι που βιάστηκε όπως προανέφερα, έτυχε και το συνάντησα μετά από χρόνια μεγάλη γυναίκα πια και μόνιμη θλίψη με βουβό τρόμο κατέτρωγαν την ψυχή της).
Οι δράστες, αφού παρουσιάστηκαν αυθορμήτως συνελήφθησαν και τους απαγγέλθηκαν κατηγορίες για ανθρωποκτονία σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συναυτουργία, όπως ακριβώς λένε οι Νόμοι και έτσι έπραξε ο εισαγγελέας. Επαναλαμβάνω ότι δεν είμαι νομικός. Γνωρίζω μόνον στοιχεία, νομίζω σε ικανοποιητικό βαθμό, ποινικού δικαίου και δεν ξέρω τί θα γίνει από ’δω και πέρα. Αν όμως ήμουν δικαστής η πρότασή μου για τους συγκεκριμένους δράστες θα ήταν να αθωωθούν πανηγυρικά και θα ήταν αυτό το ελάχιστο που θα μπορούσα να κάνω καίτοι δεν υπάρχει κανένας νόμος πουθενά να προβλέπει αθώωση. Και τούτο για τους λόγους που παραπάνω ανέφερα και για ό,τι θα ακολουθήσει. Θα ζητούσα δε η πρότασή μου να καταχωριστεί στην απόφαση ως μειοψηφία, μολονότι εδώ έχουμε τον ορισμό του εγκλήματος τής εκ προθέσεως ανθρωποκτονίας, όπως λέει το κατηγορητήριο του εισαγγελέα και μολονότι μια δολοφονία δεν μπορεί ποτέ απ’ το νόμο να δικαιωθεί, θα πρότεινα επαναλαμβάνω, την αθώωσή τους. Γιατί δείτε εδώ τί συμβαίνει. Πράγματι το έγκλημα είναι προαποφασισμένο, προμελετημένο και προσχεδιασμένο πολύ πριν την τέλεσή του, με δόλο α’ βαθμού, όπως λένε οι νομικοί και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Τελούσαν όμως ποτέ τα παιδιά αυτά σε ήρεμη ψυχική κατάσταση ή αντιθέτως όλα αυτά τα χρόνια κόχλαζαν μέσα τους και η ψυχή τους έβραζε από το κακό που τους έγινε σαν που γίνεται σεισμός και η γη τρέμει; Και πώς εννοείται εδώ η ήρεμη ψυχική κατάσταση;
Ύστερα τα παιδιά αυτά δεν είχαν άλλη επιλογή. Αφού αν επέλεγαν να καταγγείλουν σήμερα τις πράξεις που υπέστησαν όταν ήσαν στην ηλικία των πέντε ετών και μετά, άπειρες φορές και για πόσο χρόνο κανείς δεν ξέρει, μετά από τόσα χρόνια ποιός θα πίστευε δυο αδέρφια φονιάδες που αναφέρονται σε κάτι όταν ήσαν 5, 6, 7, 8, 9, 10… ετών, ετελέσθη σε ξένη χώρα (Αλβανία) και αντικειμενικά δεν υπάρχει κανένα στοιχείο να τα επιβεβαιώνει; Που θάπεφταν απάνω τους οι δικηγόροι και ουσιαστικά θα υφίσταντο νέους οδυνηρούς βιασμούς. Και από οικονομικής πλευράς θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την υπόθεσή τους σ’ όλους τους βαθμούς; Ή το δικαστήριο θα εκήρυσσε τον εαυτό του αναρμόδιο, αφού οι βιασμοί έγιναν σε άλλη χώρα και σε παρελθόντα χρόνο και… τρέχα γύρευε;
Κοντολογίς θέλω να πω πως αν υπάρχουν περιπτώσεις καταστάσεως ανάγκης πέραν του θετού δικαίου που επιτρέπουν παρέκκλιση ακόμη κι από Συνταγματικές διατάξεις, όπως λένε οι καλοί νομικοί, έτσι πρέπει να υπάρχουν και περιπτώσεις που μολονότι η δολοφονία δεν μπορεί ποτέ να δικαιωθεί, μπορούν να εμφανιστούν και περιπτώσεις που δεν προβλέπεται αθώωση από κανέναν νόμο, και όλα τα στοιχεία επιτάσσουν την καταδίκη των δραστών και μάλιστα χωρίς ελαφρυντικά, αφού ούτε ειλικρινής μεταμέλεια φαίνεται ότι θα υπάρξει εδώ, εν τούτοις, επιβάλλεται ως το ελάχιστο να αθωωθούν. Ο κανόνας πρέπει να έχει εδώ την εξαίρεσή του. Καίτοι το διαγνωστικό καθήκον κανενός νομοθέτη δεν προέβλεψε ότι στη ζωή μπορεί να υπάρξουν περιπτώσεις, σπάνιες αλλά μπορεί, που πραγματική δικαιοσύνη δεν απονέμεται παρά μονάχα όπως την απέδωσαν τα ίδια τα παιδιά που είχαν βιαστεί μικρά. Και πάει το δίκιο στον τόπο του, όπως λέει ο λαός. Όλα τα άλλα είναι θεωρίες και νομικά παιχνίδια του δικαιϊκού συστήματος.
Θα αθωωθούν όμως; Όπως είναι ο νόμος, δεσμευτικός για τους δικαστές, κατά πάσαν βεβαιότητα όχι, αφού δεν αφήνει κανένα απολύτως περιθώριο να στηριχτούν, να πατήσουν σε μείζονα νομική διάταξη και να τα αθωώσουν. Το πολύ πολύ να τους αναγνωρίσουν ως ελαφρυντικό την μετεφηβική ηλικία και τον πρότερον έντιμον βίον και να επιβάλουν μειωμένη ποινή. Ουδέν έτερον.
Και όμως απ’ όποια πλευρά κι αν προσεγγίσει κανείς την υπόθεση, το συμπέρασμα είναι ότι πρέπει να αθωωθούν. Και είναι τούτο το ελάχιστο που μπορεί να γίνει, γιατί το δίκαιο παραμένει δίκαιο όσα συστήματα και αν λειτουργήσουν εναντίον του. Και αν κάνουμε μια δημοσκόπηση, να πιάσουμε δηλ το κοινό περί δικαίου αίσθημα όπως λέγεται, είναι βέβαιον ότι η κοινή γνώμη είναι στη συντριπτική της πλειοψηφία υπέρ των δραστών.
Υστερόγραφο: Η μόνη περίπτωση να αθωωθούν οι δράστες αυτής της δολοφονίας είναι αν δικαστούν από μικτό ορκωτό δικαστήριο όπου πλειοψηφούν οι ένορκοι (4 λαϊκοί έναντι 3 τακτικών) και όλοι οι ένορκοι να δώσουν αθωωτική ψήφο. Και εδώ βρίσκω την αναγκαιότητα των μικτών ορκωτών δικαστηρίων, όπου οι ένορκοι απηχούν την κοινή γνώμη.